παρεμβαίνω: Difference between revisions
From LSJ
Ὑγίεια καὶ νοῦς ἀγαθὰ τῷ βίῳ δύο (πέλει) → Vitae bona duo, sanitas, prudentia → Zwei Lebensgüter sind Gesundheit und Verstand
(6_1) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''παρεμβαίνω''': [[ἐμβαίνω]] ἐκ τοῦ πλησίον (εἰς τὴν θάλασσαν [[ὅπως]] βοηθήσω τινὰ κινδυνεύοντα), Πλούτ. 2. 593Ε· περεμβαίνω τεθρίππῳ, [[ἀναβαίνω]] πλησίον ἑτέρου ἐπὶ τεθρ. …, Διον. Ἁλ. 2. 34· ἐφ’ ἁρματίου ὁ αὐτ. 5. 47, κτλ. | |lstext='''παρεμβαίνω''': [[ἐμβαίνω]] ἐκ τοῦ πλησίον (εἰς τὴν θάλασσαν [[ὅπως]] βοηθήσω τινὰ κινδυνεύοντα), Πλούτ. 2. 593Ε· περεμβαίνω τεθρίππῳ, [[ἀναβαίνω]] πλησίον ἑτέρου ἐπὶ τεθρ. …, Διον. Ἁλ. 2. 34· ἐφ’ ἁρματίου ὁ αὐτ. 5. 47, κτλ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=s’avancer dans, à côté de.<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[ἐμβαίνω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:55, 9 August 2017
English (LSJ)
A fit in, εἰς ἐπιτομήν Ph.Bel.66.39 ; go in beside another, Plu.2.593f ; τεθρίππῳ π. to be mounted beside another on... D.H.2.34 ; ἐφ' ἁρματίου Id.5.47, etc.
German (Pape)
[Seite 514] (s. βαίνω), daneben einherschreiten, aufsteigen (ans Land), Plut. gen. Socr. 23; τεθρίππῳ παρεμβεβηκώς, D. Hal. 2, 34, wie ἅρματι 8, 67; παρ. ἐφ' ἁρματίου δίφρου, 5, 47, vom Triumphator; a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
παρεμβαίνω: ἐμβαίνω ἐκ τοῦ πλησίον (εἰς τὴν θάλασσαν ὅπως βοηθήσω τινὰ κινδυνεύοντα), Πλούτ. 2. 593Ε· περεμβαίνω τεθρίππῳ, ἀναβαίνω πλησίον ἑτέρου ἐπὶ τεθρ. …, Διον. Ἁλ. 2. 34· ἐφ’ ἁρματίου ὁ αὐτ. 5. 47, κτλ.