περινέφελος: Difference between revisions

From LSJ

γέλως ἄκαιρος κλαυμάτων παραίτιος → ill-timed laughter causes tears (Menander)

Source
(6_17)
(32)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''περινέφελος''': -ον, κεκαλυμμένος ὁλόγυρα ὑπὸ νεφελῶν, [[νεφελώδης]], ἀὴρ Ἀριστοφ. Ὄρν. 1194.
|lstext='''περινέφελος''': -ον, κεκαλυμμένος ὁλόγυρα ὑπὸ νεφελῶν, [[νεφελώδης]], ἀὴρ Ἀριστοφ. Ὄρν. 1194.
}}
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br />σκεπασμένος [[ολόγυρα]] με σύννεφα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>περι</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>νέφελος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[νεφέλη]])].
}}
}}

Revision as of 12:05, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περινέφελος Medium diacritics: περινέφελος Low diacritics: περινέφελος Capitals: ΠΕΡΙΝΕΦΕΛΟΣ
Transliteration A: perinéphelos Transliteration B: perinephelos Transliteration C: perinefelos Beta Code: perine/felos

English (LSJ)

ον,

   A clouded, overcast, ἀήρ Ar.Av.1194.

German (Pape)

[Seite 583] umwölkt, ἀήρ, Ar. Av. 1192.

Greek (Liddell-Scott)

περινέφελος: -ον, κεκαλυμμένος ὁλόγυρα ὑπὸ νεφελῶν, νεφελώδης, ἀὴρ Ἀριστοφ. Ὄρν. 1194.

Greek Monolingual

-ον, Α
σκεπασμένος ολόγυρα με σύννεφα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + -νέφελος (< νεφέλη)].