ὀρτυγομήτρα: Difference between revisions

From LSJ

γεγόναμεν γὰρ πρὸς συνεργίαν ὡς πόδες, ὡς χεῖρες, ὡς βλέφαρα, ὡς οἱ στοῖχοι τῶν ἄνω καὶ κάτω ὀδόντων. τὸ οὖν ἀντιπράσσειν ἀλλήλοις παρὰ φύσιν → we are all made for mutual assistance, as the feet, the hands, and the eyelids, as the rows of the upper and under teeth, from whence it follows that clashing and opposition is perfectly unnatural

Source
(6_11)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὀρτῠγομήτρα''': ἡ, πτηνόν τι συναποδημοῦν [[μετὰ]] τῶν ὀρτύγων, [[ἴσως]] = [[κρέξ]], Rallus crex, Κρατῖν. ἐν «Χείρωσι» 15 (Ἀθήν. 392F), Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 12, 11 καὶ 12, Ἀθήν. 392F, Ἑβδ. (Ἔξοδ. ΙϚ΄, 3, Ἀριθμ. ΙΑ΄, 31)· - κωμιῶς λέγεται ἐπὶ τῆς Λητοῦς, (πρβλ. [[Ὀρτυγία]]), Ἀριστοφ. Ἀχ. 870.
|lstext='''ὀρτῠγομήτρα''': ἡ, πτηνόν τι συναποδημοῦν [[μετὰ]] τῶν ὀρτύγων, [[ἴσως]] = [[κρέξ]], Rallus crex, Κρατῖν. ἐν «Χείρωσι» 15 (Ἀθήν. 392F), Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 12, 11 καὶ 12, Ἀθήν. 392F, Ἑβδ. (Ἔξοδ. ΙϚ΄, 3, Ἀριθμ. ΙΑ΄, 31)· - κωμιῶς λέγεται ἐπὶ τῆς Λητοῦς, (πρβλ. [[Ὀρτυγία]]), Ἀριστοφ. Ἀχ. 870.
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />râle, <i>oiseau</i>.<br />'''Étymologie:''' [[ὄρτυξ]], [[μήτρα]].
}}
}}

Revision as of 20:05, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀρτῠγομήτρα Medium diacritics: ὀρτυγομήτρα Low diacritics: ορτυγομήτρα Capitals: ΟΡΤΥΓΟΜΗΤΡΑ
Transliteration A: ortygomḗtra Transliteration B: ortygomētra Transliteration C: ortygomitra Beta Code: o)rtugomh/tra

English (LSJ)

ἡ,

   A a bird which migrates with quails, perh. corncrake, landrail, Rallus crex, Cratin.246, Arist.HA597b16, Alex.Mynd. ap. Ath. 9.393a, LXX Ex.16.13, Nu.11.31 ; ludicrously applied to Latona, the Ortygian mother (cf. Ὀρτυγία I), Ar.Av.870.

German (Pape)

[Seite 387] ἡ, Wachtelmutter, ein mit den Wachteln fortziehender Vogel, vielleicht unser Wachtelkönig; Ar. Av. 870; Arist. H. A. 8, 12; vgl. Ath. IX, 392 a.

Greek (Liddell-Scott)

ὀρτῠγομήτρα: ἡ, πτηνόν τι συναποδημοῦν μετὰ τῶν ὀρτύγων, ἴσως = κρέξ, Rallus crex, Κρατῖν. ἐν «Χείρωσι» 15 (Ἀθήν. 392F), Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 12, 11 καὶ 12, Ἀθήν. 392F, Ἑβδ. (Ἔξοδ. ΙϚ΄, 3, Ἀριθμ. ΙΑ΄, 31)· - κωμιῶς λέγεται ἐπὶ τῆς Λητοῦς, (πρβλ. Ὀρτυγία), Ἀριστοφ. Ἀχ. 870.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
râle, oiseau.
Étymologie: ὄρτυξ, μήτρα.