σύρραξις: Difference between revisions
From LSJ
Λιμὸς μέγιστον ἄλγος ἀνθρώποις ἔφυ → Inter dolores maximum humanos fames → Der Hunger ist den Menschen allergrößter Schmerz
(6_9) |
(Bailly1_5) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σύρραξις''': ἡ, [[σύγκρουσις]], τῶν κλυδώνων πρὸς ἀλλήλους Ἀριστ. π. Θαυμασ. 130. 2· ὅπλων Πλούτ. 2. 337Β, πρβλ. τὸν αὐτ. ἐν Καίσ. 44. | |lstext='''σύρραξις''': ἡ, [[σύγκρουσις]], τῶν κλυδώνων πρὸς ἀλλήλους Ἀριστ. π. Θαυμασ. 130. 2· ὅπλων Πλούτ. 2. 337Β, πρβλ. τὸν αὐτ. ἐν Καίσ. 44. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=εως (ἡ) :<br />choc, conflit.<br />'''Étymologie:''' [[συρρήγνυμι]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:11, 9 August 2017
English (LSJ)
εως, ἡ,
A dashing together, [τῶν κλυδώνων] πρὸς ἀλλήλους Arist.Mir.843a16; ὅπλων Plu.2.339b, cf. Id.Caes.44; cf. σύρρηξις.
Greek (Liddell-Scott)
σύρραξις: ἡ, σύγκρουσις, τῶν κλυδώνων πρὸς ἀλλήλους Ἀριστ. π. Θαυμασ. 130. 2· ὅπλων Πλούτ. 2. 337Β, πρβλ. τὸν αὐτ. ἐν Καίσ. 44.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
choc, conflit.
Étymologie: συρρήγνυμι.