ἔπειξις: Difference between revisions
From LSJ
Κακὸν φέρουσι καρπὸν οἱ κακοὶ φίλοι → Evil friends bear evil fruit → Malo ex amico fructus oritur pessimus → Ertrag, den schlechte Freunde bringen, der ist schlecht
(6_8) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἔπειξις''': -εως, ἡ, τὸ ἐπείγεσθαι, [[σπουδή]], διὰ τὴν ἔπειξιν ἀλλήλους... ἀνακαλοῦντες [[πολλάκις]] Πλούτ. Ρωμ. 29· γράμματα οὐ [[πάνυ]] σαφῆ... δηλοῦντα ἔπειξιν τοῦ γεγραφότος Λουκ. Ἑταιρ. Διάλ. 10. 3. | |lstext='''ἔπειξις''': -εως, ἡ, τὸ ἐπείγεσθαι, [[σπουδή]], διὰ τὴν ἔπειξιν ἀλλήλους... ἀνακαλοῦντες [[πολλάκις]] Πλούτ. Ρωμ. 29· γράμματα οὐ [[πάνυ]] σαφῆ... δηλοῦντα ἔπειξιν τοῦ γεγραφότος Λουκ. Ἑταιρ. Διάλ. 10. 3. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=εως (ἡ) :<br />hâte, empressement.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπείγω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:56, 9 August 2017
English (LSJ)
εως, ἡ,
A haste, hurry, J.AJ18.6.5, Plu.Rom.29, Ruf. ap. Orib.8.24.23, Aristid. Or.48(24).61, Luc.DMeretr.10.3, etc. 2 emergency, Antyll. ap. Orib.10.23.30. II urging, pressing, Gloss.: pl., App.BC1.19 (s.v.l.).
German (Pape)
[Seite 911] ἡ, die Beschleunigung, die Eile; Luc. D. meretr. 10; Plut. Rom. 29 u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἔπειξις: -εως, ἡ, τὸ ἐπείγεσθαι, σπουδή, διὰ τὴν ἔπειξιν ἀλλήλους... ἀνακαλοῦντες πολλάκις Πλούτ. Ρωμ. 29· γράμματα οὐ πάνυ σαφῆ... δηλοῦντα ἔπειξιν τοῦ γεγραφότος Λουκ. Ἑταιρ. Διάλ. 10. 3.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
hâte, empressement.
Étymologie: ἐπείγω.