ἀτρίβαστος: Difference between revisions
πρὸ συντριβῆς ἡγεῖται ὕβρις → pride goeth before destruction, pride comes before a fall, pride goes before a fall, pride goeth before a fall, pride wenteth before a fall, pride cometh before a fall, pride comes before the fall
(6_16) |
(big3_7) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀτρίβαστος''': -ον, = τῷ ἑπομ., ὁ μὴ τριβείς, [[ἵππος]] ἀτρ. πρὸς τραχέα, [[ἵππος]] τοῦ ὁποίου αἱ ὁπλαὶ δὲν ἐτρίβησαν ἐπὶ τραχέος ἐδάφους, Ξεν. Ἱππαρχ. 8. 3. | |lstext='''ἀτρίβαστος''': -ον, = τῷ ἑπομ., ὁ μὴ τριβείς, [[ἵππος]] ἀτρ. πρὸς τραχέα, [[ἵππος]] τοῦ ὁποίου αἱ ὁπλαὶ δὲν ἐτρίβησαν ἐπὶ τραχέος ἐδάφους, Ξεν. Ἱππαρχ. 8. 3. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ον<br />[[no desgastado]] de caballos (διαφέροιεν ἄν) οἱ δέ γε αὖ τοὺς πόδας ἐκπεπονημένοι τῶν ἀτριβάστων πρὸς τραχέα X.<i>Eq.Mag</i> 8.3 (ap. crít.). | |||
}} | }} |
Revision as of 12:18, 21 August 2017
English (LSJ)
[ῐ], ον, = sq.,
A not worn, ἵππος ἀ. πρὸς τραχέα a horse whose hoofs have not been worn off on rough ground, X.Eq.Mag.8.3 (dub. l.).
German (Pape)
[Seite 389] = folgdm 2), ἵππος ἀτρ. πρὸς τραχέα, ungewohnt, auf rauhen Pfaden zu gehen, Xen. mag. equ. 8, 3, Ggstz ἐκπεπονημένος τοὺς πόδας.
Greek (Liddell-Scott)
ἀτρίβαστος: -ον, = τῷ ἑπομ., ὁ μὴ τριβείς, ἵππος ἀτρ. πρὸς τραχέα, ἵππος τοῦ ὁποίου αἱ ὁπλαὶ δὲν ἐτρίβησαν ἐπὶ τραχέος ἐδάφους, Ξεν. Ἱππαρχ. 8. 3.
Spanish (DGE)
-ον
no desgastado de caballos (διαφέροιεν ἄν) οἱ δέ γε αὖ τοὺς πόδας ἐκπεπονημένοι τῶν ἀτριβάστων πρὸς τραχέα X.Eq.Mag 8.3 (ap. crít.).