ὑπνώσσω: Difference between revisions
(6_5) |
(Bailly1_5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὑπνώσσω''': Ἀττ. -ττω, εἶμαι ὑπνηλὸς ἢ [[νυσταλέος]], [[ἄγαν]] ὑπνώσσεις Αἰσχύλ. Εὐμ. 121, πρβλ. 124, Πλάτ. Πολ. 534C· [[ἁπλῶς]] κοιμῶμαι, Εὐριπ. Ὀρ. 173, Κύκλ. 454 ([[ἔνθα]] ὁ Ἕρμανν. ὑπνώσσῃ ἀντὶ -ώσῃ)· - μεταφορ., φόβῳ δ’ οὐχ ὑπνώσσει [[κέαρ]] Αἰσχύλ. Θήβ. 287. | |lstext='''ὑπνώσσω''': Ἀττ. -ττω, εἶμαι ὑπνηλὸς ἢ [[νυσταλέος]], [[ἄγαν]] ὑπνώσσεις Αἰσχύλ. Εὐμ. 121, πρβλ. 124, Πλάτ. Πολ. 534C· [[ἁπλῶς]] κοιμῶμαι, Εὐριπ. Ὀρ. 173, Κύκλ. 454 ([[ἔνθα]] ὁ Ἕρμανν. ὑπνώσσῃ ἀντὶ -ώσῃ)· - μεταφορ., φόβῳ δ’ οὐχ ὑπνώσσει [[κέαρ]] Αἰσχύλ. Θήβ. 287. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>seul. prés.</i><br />sommeiller, être endormi <i>ou</i> assoupi.<br />'''Étymologie:''' [[ὕπνος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:28, 9 August 2017
English (LSJ)
Att. ὑπνώττω,
A to be sleepy or drowsy, ἄγαν ὑπνώσσεις A.Eu. 121, cf. 124, Hp.Epid.7.11 (v. ὑπνόω 11), Pl.R.534c, Arist.PA653a14, Gal.4.436, 439: simply, sleep, E.Or.173 (lyr.), Cyc.454 (where Herm. ὑπνώσσῃ for -ώσῃ): metaph., φόβῳ δ' οὐχ ὑπνώσσει κέαρ my heart knows not sleep, A.Th.288 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 1207] att. -ττω, schläfrig od. schlaftrunken sein, schlafen, Aesch. Eum. 119. 121; übertr., φόβῳ δ' οὐχ ὑπνώσσει κέαρ, ruhen, Spt. 269; Eur. Or. 173; Plat. Rep. VII, 534 c.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπνώσσω: Ἀττ. -ττω, εἶμαι ὑπνηλὸς ἢ νυσταλέος, ἄγαν ὑπνώσσεις Αἰσχύλ. Εὐμ. 121, πρβλ. 124, Πλάτ. Πολ. 534C· ἁπλῶς κοιμῶμαι, Εὐριπ. Ὀρ. 173, Κύκλ. 454 (ἔνθα ὁ Ἕρμανν. ὑπνώσσῃ ἀντὶ -ώσῃ)· - μεταφορ., φόβῳ δ’ οὐχ ὑπνώσσει κέαρ Αἰσχύλ. Θήβ. 287.
French (Bailly abrégé)
seul. prés.
sommeiller, être endormi ou assoupi.
Étymologie: ὕπνος.