κλειθρία: Difference between revisions

From LSJ

ἐφ' ἁρμαμαξῶν μαλθακῶς κατακείμενοι → reclining softly on litters, reclining luxuriously in covered carriages

Source
(6_11)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κλειθρία''': ἡ, ὀπὴ τοῦ κλείθρου· ἢ [[καθόλου]], ρωγμή, [[σχισμή]], «σχισμάδα», «χαραμάδα», Φερεκύδ. παρὰ Διογ. Λ. 1. 122, κοινῶς κλειήθρης, [[ὅπερ]] ὁ Menage διορθοῖ κληΐθρης, ὁ δὲ Δινδ. κληϊθρίης), Λουκ. Νεκυομ. 22.
|lstext='''κλειθρία''': ἡ, ὀπὴ τοῦ κλείθρου· ἢ [[καθόλου]], ρωγμή, [[σχισμή]], «σχισμάδα», «χαραμάδα», Φερεκύδ. παρὰ Διογ. Λ. 1. 122, κοινῶς κλειήθρης, [[ὅπερ]] ὁ Menage διορθοῖ κληΐθρης, ὁ δὲ Δινδ. κληϊθρίης), Λουκ. Νεκυομ. 22.
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />trou de la serrure, <i>ou sel. d’autres</i> grillage, sorte de judas.<br />'''Étymologie:''' [[κλεῖθρον]].
}}
}}

Revision as of 20:01, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κλειθρία Medium diacritics: κλειθρία Low diacritics: κλειθρία Capitals: ΚΛΕΙΘΡΙΑ
Transliteration A: kleithría Transliteration B: kleithria Transliteration C: kleithria Beta Code: kleiqri/a

English (LSJ)

(sc. ὀπἤ, ἡ,

   A keyhole or chink in a door, Luc.Nec.22; Ion. κληϊθρίη prob.in Pherecyd.Syr. ap. D.L.1.122 (vulg.κλειήθρης, which Menage corrects κληΐθρης or κλειθρίης, Dind.κληϊθρίης).

German (Pape)

[Seite 1447] ἡ, Schlüsselloch, od. Ritze in der Thür, Pherecyd. bei D. L. 1, 122 ll. d., wahrscheinlich ion. κληϊθρίη); Luc. Necyom. 22; nach Anderen ein Gitterfenster.

Greek (Liddell-Scott)

κλειθρία: ἡ, ὀπὴ τοῦ κλείθρου· ἢ καθόλου, ρωγμή, σχισμή, «σχισμάδα», «χαραμάδα», Φερεκύδ. παρὰ Διογ. Λ. 1. 122, κοινῶς κλειήθρης, ὅπερ ὁ Menage διορθοῖ κληΐθρης, ὁ δὲ Δινδ. κληϊθρίης), Λουκ. Νεκυομ. 22.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
trou de la serrure, ou sel. d’autres grillage, sorte de judas.
Étymologie: κλεῖθρον.