διόπτευσις: Difference between revisions

From LSJ

τίκτει γὰρ κόρος ὕβριν, ὅταν πολὺς ὄλβος ἕπηται ἀνθρώποις ὁπ̣όσοις μὴ νόος ἄρτιος ἦι → satiety breeds arrogance whenever men with unfit minds have great wealth

Source
(6_8)
(big3_12)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''διόπτευσις''': -εως, ἡ, ἀκριβὴς [[παρατήρησις]], Πτολεμ. Almag. σ. 109, 6.
|lstext='''διόπτευσις''': -εως, ἡ, ἀκριβὴς [[παρατήρησις]], Πτολεμ. Almag. σ. 109, 6.
}}
{{DGE
|dgtxt=-εως, ἡ<br />[[observación mediante un instrumento de precisión]] ὅπως [[ἅμα]] τῇ τοῦ ἡλίου ... διοπτεύσει καὶ ἡ σελήνη ... διοπτεύηται Ptol.<i>Alm</i>.5.1, cf. Heph.Astr.2.2.2.
}}
}}

Revision as of 11:59, 21 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διόπτευσις Medium diacritics: διόπτευσις Low diacritics: διόπτευσις Capitals: ΔΙΟΠΤΕΥΣΙΣ
Transliteration A: diópteusis Transliteration B: diopteusis Transliteration C: dioptefsis Beta Code: dio/pteusis

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A examination with the διόπτρα, Ptol.Alm.5.1, al.

Greek (Liddell-Scott)

διόπτευσις: -εως, ἡ, ἀκριβὴς παρατήρησις, Πτολεμ. Almag. σ. 109, 6.

Spanish (DGE)

-εως, ἡ
observación mediante un instrumento de precisión ὅπως ἅμα τῇ τοῦ ἡλίου ... διοπτεύσει καὶ ἡ σελήνη ... διοπτεύηται Ptol.Alm.5.1, cf. Heph.Astr.2.2.2.