ὕψωμα: Difference between revisions
Ἔλπιζε τιμῶν τοὺς θεοὺς πράξειν καλῶς → Spera felicitatem, si deos colas → Erhoffe Wohlergeh'n, wenn du die Götter ehrst
(6_22) |
(Bailly1_5) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὕψωμα''': τό, ὡς καὶ νῦν, οὐ χθὼν οὐρανίοις ὑψώμασι [φθονέει] Ψευδοφωκυλ. 67· ὕ. τοῦ ἀέρος Φίλων 2. 408· ὑψώματα βουνῶν Χρησ. Σιβ. 8. 234. 2) [[ὕψωμα]] ἀστέρος ἐν τῷ ὁρίζοντι, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ [[ταπείνωμα]], Πλούτ. 2. 149Α ([[ἔνθα]] ἴδε Wyttenb.), 782D, Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 5. 33. ΙΙ. μεταφορ., [[ἔπαρσις]], τὸ τῆς ἀλαζονείας σαθρότατον [[ὕψωμα]] Πέτρ. Σικ. Ἱστ. Μανιχ. σ. 6, 4, Gleseler. | |lstext='''ὕψωμα''': τό, ὡς καὶ νῦν, οὐ χθὼν οὐρανίοις ὑψώμασι [φθονέει] Ψευδοφωκυλ. 67· ὕ. τοῦ ἀέρος Φίλων 2. 408· ὑψώματα βουνῶν Χρησ. Σιβ. 8. 234. 2) [[ὕψωμα]] ἀστέρος ἐν τῷ ὁρίζοντι, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ [[ταπείνωμα]], Πλούτ. 2. 149Α ([[ἔνθα]] ἴδε Wyttenb.), 782D, Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 5. 33. ΙΙ. μεταφορ., [[ἔπαρσις]], τὸ τῆς ἀλαζονείας σαθρότατον [[ὕψωμα]] Πέτρ. Σικ. Ἱστ. Μανιχ. σ. 6, 4, Gleseler. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ατος (τό) :<br />position élevée ; [[ὕψωμα]] μέγιστον PLUT point culminant.<br />'''Étymologie:''' [[ὑψόω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:07, 9 August 2017
English (LSJ)
ατος, τό,
A elevation, height, οὐ χθὼν οὐρανίοις ὑψώμασι [φθονέει] Ps.-Phoc.73; ὕ. τοῦ ἀέρος Ph.2.408; τὸ ὕ. τῆς ῥινός the bridge of the nose, Gal.18(1).796,806. 2 Astrol., exaltation of a heavenly body, opp. ταπείνωμα, Plu.2.149a, 782d, S.E.M.5.33, Ptol.Tetr. 37. II metaph., exaltation, Vett.Val.92.29.
Greek (Liddell-Scott)
ὕψωμα: τό, ὡς καὶ νῦν, οὐ χθὼν οὐρανίοις ὑψώμασι [φθονέει] Ψευδοφωκυλ. 67· ὕ. τοῦ ἀέρος Φίλων 2. 408· ὑψώματα βουνῶν Χρησ. Σιβ. 8. 234. 2) ὕψωμα ἀστέρος ἐν τῷ ὁρίζοντι, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ταπείνωμα, Πλούτ. 2. 149Α (ἔνθα ἴδε Wyttenb.), 782D, Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 5. 33. ΙΙ. μεταφορ., ἔπαρσις, τὸ τῆς ἀλαζονείας σαθρότατον ὕψωμα Πέτρ. Σικ. Ἱστ. Μανιχ. σ. 6, 4, Gleseler.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
position élevée ; ὕψωμα μέγιστον PLUT point culminant.
Étymologie: ὑψόω.