ταπείνωμα

From LSJ

Ὑπὸ γὰρ λόγων ὁ νοῦς μετεωρίζεται ἐπαίρεταί τ' ἄνθρωπος → Borne up by words, the mind soars aloft, and we reach the heights (Aristophanes, Birds 1447f.)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τᾰπείνωμα Medium diacritics: ταπείνωμα Low diacritics: ταπείνωμα Capitals: ΤΑΠΕΙΝΩΜΑ
Transliteration A: tapeínōma Transliteration B: tapeinōma Transliteration C: tapeinoma Beta Code: tapei/nwma

English (LSJ)

ταπεινώματος, τό, Astrol., the dejection of a planet (i.e. the sign opposite to that in which it is exalted), opp. ὕψωμα, Plu.2.149a, S.E.M.5.35, Ptol.Tetr.41, PPar.19 bis 19, al. (ii A.D.), PSI4.312.12 (iv A.D.).

German (Pape)

[Seite 1069] τό, das Erniedrigte; in der Astronomie sind ταπεινώματα der niedrige Stand der Gestirne, im Gegensatz von ὕψωμα; S. Emp. adv. astrol. 35; Cleomed. u. Plut. sept. sap. conv. 3.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
position inférieure d'un astre.
Étymologie: ταπεινόω.

Russian (Dvoretsky)

τᾰπείνωμα: ατος τό астр. нижнее положение (sc. τοῦ ἀστέρος Plut., Sext.).

Greek (Liddell-Scott)

τᾰπείνωμα: τό, τὸ ταπεινωθέν, χαμήλωμα· ― ἐν τῇ ἀστρονομίᾳ, ἡ ἀπόκλισις ἀστέρος, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ὕψωμα, Πλούτ. 2. 149Α, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 5. 35. ΙΙ. ταπείνωσις, ταπεινοφροσύνη, Εὐστ. Πονημ. 265. 78.

Greek Monolingual

το, ΝΜΑ ταπεινῶ, -ώνω
νεοελλ.-μσν.
ταπεινοφροσύνη, μετριοφροσύνη
μσν.-αρχ.
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του ταπεινώνω, η ελάττωση ύψους, το χαμήλωμα
2. αστρολ. απόκλιση αστέρα, κυρίως, πλανήτη.