κατασχόμενος: Difference between revisions

From LSJ

εἰς πέλαγος σπέρµα βαλεῖν καὶ γράµµατα γράψαι ἀµφότερος µόχθος τε κενὸς καὶ πρᾶξις ἄκαρπος → throwing seeds and writing letters at sea are both a vain and fruitless endeavor

Source
(6_14)
(5)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''κατασχόμενος''': μετοχ. μέσ. ἀορ. ἐν χρήσει ἐπὶ παθ. σημασ., ἴδε [[κατέχω]] Γ. ΙΙ.
|lstext='''κατασχόμενος''': μετοχ. μέσ. ἀορ. ἐν χρήσει ἐπὶ παθ. σημασ., ἴδε [[κατέχω]] Γ. ΙΙ.
}}
{{lsm
|lsmtext='''κατασχόμενος:''' μτχ. Μέσ. αορ. βʹ, με Παθ. [[σημασία]], βλ. [[κατέχω]] Γ II.
}}
}}

Revision as of 23:44, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατασχόμενος Medium diacritics: κατασχόμενος Low diacritics: κατασχόμενος Capitals: ΚΑΤΑΣΧΟΜΕΝΟΣ
Transliteration A: kataschómenos Transliteration B: kataschomenos Transliteration C: kataschomenos Beta Code: katasxo/menos

English (LSJ)

aor. part. Med. used in pass. sense,

   A v. κατέχω C.11.

Greek (Liddell-Scott)

κατασχόμενος: μετοχ. μέσ. ἀορ. ἐν χρήσει ἐπὶ παθ. σημασ., ἴδε κατέχω Γ. ΙΙ.

Greek Monotonic

κατασχόμενος: μτχ. Μέσ. αορ. βʹ, με Παθ. σημασία, βλ. κατέχω Γ II.