ἐλλειπτικός: Difference between revisions

From LSJ

μήτε δίκην δικάσῃς πρίν ἀμφοῖν μῦθον ἀκούσῃς → do not give your judgement until you have heard a speech on both sides

Source
(6_11)
(big3_14b)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐλλειπτικός''': -ή, -όν, παρὰ Γραμματικοῖς ὁ ἔχων ἔλλειψιν, στερούμενος τύπων τινῶν, [[ἐλλιπής]], [[ἀτελής]], Εὐστ. 66. 24. ― Ἐπίρρ. -κῶς, ἴδε [[ἔλλειψις]].
|lstext='''ἐλλειπτικός''': -ή, -όν, παρὰ Γραμματικοῖς ὁ ἔχων ἔλλειψιν, στερούμενος τύπων τινῶν, [[ἐλλιπής]], [[ἀτελής]], Εὐστ. 66. 24. ― Ἐπίρρ. -κῶς, ἴδε [[ἔλλειψις]].
}}
{{DGE
|dgtxt=-ή, -όν<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>gram., lit. [[abreviado]], [[elíptico]], [[sucinto]] λόγος A.D.<i>Coni</i>.226.20, σχῆμα Eust.66.44, 319.35, κατὰ τὸν ἐλλειπτικὸν τρόπον ... γεγραμμένα Gal.15.796, c. gen. τῶν προκειμένων μορίων A.D.<i>Synt</i>.141.15, αἱ προθέσεις ἐλλειπτικαί εἰσι τῶν ῥημάτων <i>EM</i> 357.38G.<br /><b class="num">•</b>de un autor [[cuya obra está falta de]], [[que no utiliza]] c. dat. limitativo ἐ. [[γάρ]] ἐστι τοῖς ἄρθροις ὁ ποιητής Sch.Er.<i>Il</i>.2.665.<br /><b class="num">2</b> geom., astr. [[en forma de elipse]], [[elíptico]] subst. τὰ ἐλλειπτικά [[órbitas elípticas]] Eust.1397.14, cf. tb. [[ἐκλειπτικός]].<br /><b class="num">III</b> adv. -ῶς<br /><b class="num">1</b> gram. [[sucinta]], [[compendiosamente]] εἴρηται ... τελέως καὶ σαφῶς ... ὡς νῦν οὐκ ἐ. Gal.18(2).881.<br /><b class="num">2</b> ret. [[por medio de elipsis]], [[elípticamente]] τινὲς ... τῶν προτεινομένων συλλογισμῶν ἐ. εἰρημένοι Phlp.<i>in APr</i>.316.30, cf. Sch.A.<i>Th</i>.466-7a, Eust.1080.17.
}}
}}

Revision as of 12:29, 21 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐλλειπτικός Medium diacritics: ἐλλειπτικός Low diacritics: ελλειπτικός Capitals: ΕΛΛΕΙΠΤΙΚΟΣ
Transliteration A: elleiptikós Transliteration B: elleiptikos Transliteration C: elleiptikos Beta Code: e)lleiptiko/s

English (LSJ)

ή, όν, in Gramm.,

   A elliptic, defective, σχῆμα Eust.66.24, cf. A.D.Conj.226.20: c.gen., τῶν μορίων Id.Synt. 141.14. Adv. -κῶς Phlp.in APr.316.30, Eust.1080.17.    b summary, brief, Gal.15.796. Adv. -κῶς Id.18(1).881.

German (Pape)

[Seite 800] ή, όν, dasselbe, elliptisch, Eust.

Greek (Liddell-Scott)

ἐλλειπτικός: -ή, -όν, παρὰ Γραμματικοῖς ὁ ἔχων ἔλλειψιν, στερούμενος τύπων τινῶν, ἐλλιπής, ἀτελής, Εὐστ. 66. 24. ― Ἐπίρρ. -κῶς, ἴδε ἔλλειψις.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
I 1gram., lit. abreviado, elíptico, sucinto λόγος A.D.Coni.226.20, σχῆμα Eust.66.44, 319.35, κατὰ τὸν ἐλλειπτικὸν τρόπον ... γεγραμμένα Gal.15.796, c. gen. τῶν προκειμένων μορίων A.D.Synt.141.15, αἱ προθέσεις ἐλλειπτικαί εἰσι τῶν ῥημάτων EM 357.38G.
de un autor cuya obra está falta de, que no utiliza c. dat. limitativo ἐ. γάρ ἐστι τοῖς ἄρθροις ὁ ποιητής Sch.Er.Il.2.665.
2 geom., astr. en forma de elipse, elíptico subst. τὰ ἐλλειπτικά órbitas elípticas Eust.1397.14, cf. tb. ἐκλειπτικός.
III adv. -ῶς
1 gram. sucinta, compendiosamente εἴρηται ... τελέως καὶ σαφῶς ... ὡς νῦν οὐκ ἐ. Gal.18(2).881.
2 ret. por medio de elipsis, elípticamente τινὲς ... τῶν προτεινομένων συλλογισμῶν ἐ. εἰρημένοι Phlp.in APr.316.30, cf. Sch.A.Th.466-7a, Eust.1080.17.