ξανθόχολος: Difference between revisions
From LSJ
Κακὸν μέγιστον ἐν βροτοῖς ἀπληστία → Malumm est hominibus maximum immoderatio → Das größte Übel ist bei Menschen Völlerei
(6_17) |
(27) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ξανθόχολος''': -ον, ὁ ἔχων ξανθήν, κιτρίνην χολήν, Σχόλ. εἰς Ἰλ. Α. 197. | |lstext='''ξανθόχολος''': -ον, ὁ ἔχων ξανθήν, κιτρίνην χολήν, Σχόλ. εἰς Ἰλ. Α. 197. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ξανθόχολος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει [[ξανθή]], δηλ. κίτρινη, [[χολή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ξανθός]] <span style="color: red;">+</span> [[χόλος]] «[[χολή]]» (<b>πρβλ.</b> <i>πικρό</i>-<i>χολος</i>)]. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:58, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A suffering from jaundice, Ruf.Fr.80, Aët.3.66, dub. in Sch.Il.1.197.
German (Pape)
[Seite 275] mit gelber Galle, Schol. Il. 1, 197.
Greek (Liddell-Scott)
ξανθόχολος: -ον, ὁ ἔχων ξανθήν, κιτρίνην χολήν, Σχόλ. εἰς Ἰλ. Α. 197.
Greek Monolingual
ξανθόχολος, -ον (Α)
αυτός που έχει ξανθή, δηλ. κίτρινη, χολή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξανθός + χόλος «χολή» (πρβλ. πικρό-χολος)].