κοιτίδιον: Difference between revisions

From LSJ

ἡγούμενος τῶν ἡδονῶν ἀλλ' οὐκ ἀγόμενος ὑπ' αὐτῶν → of his pleasures he was the master and not their servant

Source
(6_22)
(21)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κοιτίδιον''': τό, ὑποκορ. τοῦ [[κοιτίς]], Σχόλ. εἰς Λουκ. Ἀλεκτρ. 21.
|lstext='''κοιτίδιον''': τό, ὑποκορ. τοῦ [[κοιτίς]], Σχόλ. εἰς Λουκ. Ἀλεκτρ. 21.
}}
{{grml
|mltxt=[[κοιτίδιον]], τὸ (Α) [[κοιτίς]]<br />υποκορ. του [[κοιτίς]].
}}
}}

Revision as of 06:41, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κοιτίδιον Medium diacritics: κοιτίδιον Low diacritics: κοιτίδιον Capitals: ΚΟΙΤΙΔΙΟΝ
Transliteration A: koitídion Transliteration B: koitidion Transliteration C: koitidion Beta Code: koiti/dion

English (LSJ)

τό, Dim. of κοιτίς, Sch.Luc.Gall.21.

German (Pape)

[Seite 1471] τό, dim. zum Folgenden, Schol. Luc. Gall. 21.

Greek (Liddell-Scott)

κοιτίδιον: τό, ὑποκορ. τοῦ κοιτίς, Σχόλ. εἰς Λουκ. Ἀλεκτρ. 21.

Greek Monolingual

κοιτίδιον, τὸ (Α) κοιτίς
υποκορ. του κοιτίς.