ἐξόγκωμα: Difference between revisions

From LSJ

πάλαι ποτ' ἦσαν ἄλκιμοι Μιλήσιοι → the Milesians were mighty once

Source
(6_22)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐξόγκωμα''': τό, πᾶν ὑψούμενος ἢ ἐξογκούμενον [[πρᾶγμα]], λαΐνοισί τ’ ἐξογκώμασι, λιθίνοις οἰκοδομήμασι, δηλ. βωμοῖς, ναοῖς, κλ., Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1332.
|lstext='''ἐξόγκωμα''': τό, πᾶν ὑψούμενος ἢ ἐξογκούμενον [[πρᾶγμα]], λαΐνοισί τ’ ἐξογκώμασι, λιθίνοις οἰκοδομήμασι, δηλ. βωμοῖς, ναοῖς, κλ., Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1332.
}}
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br />gonflement.<br />'''Étymologie:''' [[ἐξογκόω]].
}}
}}

Revision as of 19:56, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐξόγκωμα Medium diacritics: ἐξόγκωμα Low diacritics: εξόγκωμα Capitals: ΕΞΟΓΚΩΜΑ
Transliteration A: exónkōma Transliteration B: exonkōma Transliteration C: eksogkoma Beta Code: e)co/gkwma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A anything raised or swollen, ἐ. λάϊνα cairns, E.HF1332; swelling, Hp.Epid.2.2.24.

German (Pape)

[Seite 884] τό, das Erhöhte, Angeschwellte, λάϊνα, Grabhügel, Eur. Herc. Fur. 1332.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξόγκωμα: τό, πᾶν ὑψούμενος ἢ ἐξογκούμενον πρᾶγμα, λαΐνοισί τ’ ἐξογκώμασι, λιθίνοις οἰκοδομήμασι, δηλ. βωμοῖς, ναοῖς, κλ., Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1332.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
gonflement.
Étymologie: ἐξογκόω.