σταιτίτης: Difference between revisions
From LSJ
ἄνω ποταμῶν ἱερῶν χωροῦσι παγαί → the springs of sacred rivers flow upward, backward to their sources flow the streams of holy rivers
(6_3) |
(38) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σταιτίτης''': [ῑ], -ου, ὁ, = τῷ προηγ., Ἐπίχ. παρ’ Ἀθην. 110Β. | |lstext='''σταιτίτης''': [ῑ], -ου, ὁ, = τῷ προηγ., Ἐπίχ. παρ’ Ἀθην. 110Β. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=και [[στατίτης]] και δωρ. τ. σταιτίτας, ὁ, Α<br /><b>1.</b> ο [[σταίτινος]]<br /><b>2.</b> ([[κατά]] το λεξ. [[Σούδα]]) [[είδος]] άρτου<br /><b>3.</b> ([[κατά]] τον Επίχ.) «πλακοῡς ποιὸς ἐκ σταιτὸς καὶ μέλιτος».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σταῖς]], <i>σταιτός</i> «[[ζυμάρι]]» <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -[[ίτης]] (<b>πρβλ.</b> <i>μηλ</i>-[[ίτης]])]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:31, 29 September 2017
English (LSJ)
[ῑ], ου, ὁ,= σταίτινος, Epich.52, Sophr.28.
German (Pape)
[Seite 928] ὁ, = σταίτινος, bes. ein Kuchen aus Weizenmehl; Epicharm. bei Ath. III, 110 b, vgl. XIV, 646 b; Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
σταιτίτης: [ῑ], -ου, ὁ, = τῷ προηγ., Ἐπίχ. παρ’ Ἀθην. 110Β.
Greek Monolingual
και στατίτης και δωρ. τ. σταιτίτας, ὁ, Α
1. ο σταίτινος
2. (κατά το λεξ. Σούδα) είδος άρτου
3. (κατά τον Επίχ.) «πλακοῡς ποιὸς ἐκ σταιτὸς καὶ μέλιτος».
[ΕΤΥΜΟΛ. < σταῖς, σταιτός «ζυμάρι» + επίθημα -ίτης (πρβλ. μηλ-ίτης)].