χελιδόνισμα: Difference between revisions
Ἐφόδιον εἰς τὸ γῆρας αἰεὶ κατατίθου → Bonum senectae compara viaticum → Wegzehrung für das Alter sorge stets dir vor
(6_21) |
(Bailly1_5) |
||
Line 4: | Line 4: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''χελῑδόνισμα''': τό, ᾆσμα τῆς χελιδόνος, [[ἀρχαῖον]] δημῶδες ᾆσμα, [[ὅπερ]] τὰ [[παιδία]] ἐν Ρόδῳ ᾖδον περιερχόμενα τὴν πόλιν κατὰ τὴν ἄφιξιν τῶν χελιδόνων ἐν μηνὶ Βοηδρομιῶνι, πρβλ. Ἀριστοφ. Ὄρν. 1410 κἑξ. ᾎσμα τι ἐκ τῶν τοιούτων διετηρήθη μέχρις ἡμῶν ὑπὸ τοῦ Ἀθηναίου 360C, διορθωθὲν ὑπὸ τοῦ Ilgen. Opusc. Ρ…l 1. σ. 165, Bergk Lyr. σ. 882 κἑξ.· - «χελιδονίζειν δὲ λέγεται διὰ τὸ εἰωθὸς ἐπιφωνεῖσθαι: ἦλθ’, ἦλθε [[χελιδών]], καλὰς ὥρας ἄγουσα, καλοὺς ἐνιαυτούς, ἐπὶ γαστέρα [[λευκά]], κἀπὶ νῶτα μέλαινα», κτλ. Ἀθήν. ἔνθ’ ἀνωτ. Τοιοῦτον ᾆσμα ἔτι καὶ νῦν [[εἶναι]] σύνηθες ἐν ταῖς Ἑλληνικαῖς χώραις, ἴδε Fauriel Chants de la Grèce, 1. σ. xxviii· πρβ. [[κορωνίζω]]. - Οἱ ᾄδοντες τὸ ᾆσμα τοῦτο ἐκαλοῦντο χελιδονισταί, Ἀθήναιος ἔνθ’ ἀνωτ., Ἡσύχ.· ἡ [[πρᾶξις]] χελιδονίζειν, Θέογν. παρ’ Ἀθην. ἔνθ’ ἀνωτ. καὶ ἡ ἑορτὴ τὰ Χελιδόνια, Ἀθήν. ἔνθ’ ἀνωτ., Εὐστ. 1914. 44 κἑξ. | |lstext='''χελῑδόνισμα''': τό, ᾆσμα τῆς χελιδόνος, [[ἀρχαῖον]] δημῶδες ᾆσμα, [[ὅπερ]] τὰ [[παιδία]] ἐν Ρόδῳ ᾖδον περιερχόμενα τὴν πόλιν κατὰ τὴν ἄφιξιν τῶν χελιδόνων ἐν μηνὶ Βοηδρομιῶνι, πρβλ. Ἀριστοφ. Ὄρν. 1410 κἑξ. ᾎσμα τι ἐκ τῶν τοιούτων διετηρήθη μέχρις ἡμῶν ὑπὸ τοῦ Ἀθηναίου 360C, διορθωθὲν ὑπὸ τοῦ Ilgen. Opusc. Ρ…l 1. σ. 165, Bergk Lyr. σ. 882 κἑξ.· - «χελιδονίζειν δὲ λέγεται διὰ τὸ εἰωθὸς ἐπιφωνεῖσθαι: ἦλθ’, ἦλθε [[χελιδών]], καλὰς ὥρας ἄγουσα, καλοὺς ἐνιαυτούς, ἐπὶ γαστέρα [[λευκά]], κἀπὶ νῶτα μέλαινα», κτλ. Ἀθήν. ἔνθ’ ἀνωτ. Τοιοῦτον ᾆσμα ἔτι καὶ νῦν [[εἶναι]] σύνηθες ἐν ταῖς Ἑλληνικαῖς χώραις, ἴδε Fauriel Chants de la Grèce, 1. σ. xxviii· πρβ. [[κορωνίζω]]. - Οἱ ᾄδοντες τὸ ᾆσμα τοῦτο ἐκαλοῦντο χελιδονισταί, Ἀθήναιος ἔνθ’ ἀνωτ., Ἡσύχ.· ἡ [[πρᾶξις]] χελιδονίζειν, Θέογν. παρ’ Ἀθην. ἔνθ’ ἀνωτ. καὶ ἡ ἑορτὴ τὰ Χελιδόνια, Ἀθήν. ἔνθ’ ἀνωτ., Εὐστ. 1914. 44 κἑξ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ατος (τό) :<br />« chanson de l’hirondelle », <i>titre d’une chanson populaire rhodienne que les enfants chantaient en quêtant de porte en porte</i>.<br />'''Étymologie:''' [[χελιδονίζω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:12, 9 August 2017
German (Pape)
[Seite 1348] τό, das Schwalbenlied, ein altes Volkslied auf die Rückkehr der Schwalben, das die rhodischen Knaben im Monat Boedromion herumziehend vor den Thüren sangen, indem sie dabei bettelten, Ath. VIII, 360 a, verbessert von Ilgen opusc. phil. I p. 165; doch steht das Wort χελιδόνισμα nicht bei Ath.
Greek (Liddell-Scott)
χελῑδόνισμα: τό, ᾆσμα τῆς χελιδόνος, ἀρχαῖον δημῶδες ᾆσμα, ὅπερ τὰ παιδία ἐν Ρόδῳ ᾖδον περιερχόμενα τὴν πόλιν κατὰ τὴν ἄφιξιν τῶν χελιδόνων ἐν μηνὶ Βοηδρομιῶνι, πρβλ. Ἀριστοφ. Ὄρν. 1410 κἑξ. ᾎσμα τι ἐκ τῶν τοιούτων διετηρήθη μέχρις ἡμῶν ὑπὸ τοῦ Ἀθηναίου 360C, διορθωθὲν ὑπὸ τοῦ Ilgen. Opusc. Ρ…l 1. σ. 165, Bergk Lyr. σ. 882 κἑξ.· - «χελιδονίζειν δὲ λέγεται διὰ τὸ εἰωθὸς ἐπιφωνεῖσθαι: ἦλθ’, ἦλθε χελιδών, καλὰς ὥρας ἄγουσα, καλοὺς ἐνιαυτούς, ἐπὶ γαστέρα λευκά, κἀπὶ νῶτα μέλαινα», κτλ. Ἀθήν. ἔνθ’ ἀνωτ. Τοιοῦτον ᾆσμα ἔτι καὶ νῦν εἶναι σύνηθες ἐν ταῖς Ἑλληνικαῖς χώραις, ἴδε Fauriel Chants de la Grèce, 1. σ. xxviii· πρβ. κορωνίζω. - Οἱ ᾄδοντες τὸ ᾆσμα τοῦτο ἐκαλοῦντο χελιδονισταί, Ἀθήναιος ἔνθ’ ἀνωτ., Ἡσύχ.· ἡ πρᾶξις χελιδονίζειν, Θέογν. παρ’ Ἀθην. ἔνθ’ ἀνωτ. καὶ ἡ ἑορτὴ τὰ Χελιδόνια, Ἀθήν. ἔνθ’ ἀνωτ., Εὐστ. 1914. 44 κἑξ.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
« chanson de l’hirondelle », titre d’une chanson populaire rhodienne que les enfants chantaient en quêtant de porte en porte.
Étymologie: χελιδονίζω.