μετεωρότης: Difference between revisions

From LSJ
(6_11)
(25)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μετεωρότης''': ἡ, τὸ οὐσιαστ. τοῦ [[μετέωρος]], Κορνοῦτ. 110.
|lstext='''μετεωρότης''': ἡ, τὸ οὐσιαστ. τοῦ [[μετέωρος]], Κορνοῦτ. 110.
}}
{{grml
|mltxt=[[μετεωρότης]], -ητος, ἡ (Α) [[μετέωρος]]<br />το να [[είναι]] [[κάτι]] [[μετέωρο]].
}}
}}

Revision as of 07:38, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μετεωρότης Medium diacritics: μετεωρότης Low diacritics: μετεωρότης Capitals: ΜΕΤΕΩΡΟΤΗΣ
Transliteration A: meteōrótēs Transliteration B: meteōrotēs Transliteration C: meteorotis Beta Code: metewro/ths

English (LSJ)

ητος, ἡ,

   A sublimity, Corn.ND20.

German (Pape)

[Seite 160] ητος, ἡ, = Vorigem, Phurnut.

Greek (Liddell-Scott)

μετεωρότης: ἡ, τὸ οὐσιαστ. τοῦ μετέωρος, Κορνοῦτ. 110.

Greek Monolingual

μετεωρότης, -ητος, ἡ (Α) μετέωρος
το να είναι κάτι μετέωρο.