μολοσσίαμβος: Difference between revisions

From LSJ

Ζήτει σεαυτῷ καταλιπεῖν εὐδοξίαν → Tibi studeto gloriam relinquere → Dir guten Ruf zu hinterlassen sei bemüht

Menander, Monostichoi, 187
(6_15)
(25)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''μολοσσίαμβος''': ὁ, ποὺς ἐν τῇ μετρ. μολοσσὸς καὶ [[ἴαμβος]], Diomed. ἐν Gram. Lat. ed. Keil I, σελ. 481, 21.
|lstext='''μολοσσίαμβος''': ὁ, ποὺς ἐν τῇ μετρ. μολοσσὸς καὶ [[ἴαμβος]], Diomed. ἐν Gram. Lat. ed. Keil I, σελ. 481, 21.
}}
{{grml
|mltxt=[[μολοσσίαμβος]], ὁ (Α)<br />(ενν. [[πούς]]) [[μετρικός]] [[πους]] που σύγκειται από μολοσσό και ίαμβο, [[δηλαδή]] -<i>υ</i>-.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μολοσσός]] <span style="color: red;">+</span> [[ἴαμβος]].
}}
}}

Revision as of 06:48, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μολοσσίαμβος Medium diacritics: μολοσσίαμβος Low diacritics: μολοσσίαμβος Capitals: ΜΟΛΟΣΣΙΑΜΒΟΣ
Transliteration A: molossíambos Transliteration B: molossiambos Transliteration C: molossiamvos Beta Code: molossi/ambos

English (LSJ)

[ῐ] (sc. πούς), ὁ, the foot, Diom.p.481 K.

Greek (Liddell-Scott)

μολοσσίαμβος: ὁ, ποὺς ἐν τῇ μετρ. μολοσσὸς καὶ ἴαμβος, Diomed. ἐν Gram. Lat. ed. Keil I, σελ. 481, 21.

Greek Monolingual

μολοσσίαμβος, ὁ (Α)
(ενν. πούς) μετρικός πους που σύγκειται από μολοσσό και ίαμβο, δηλαδή -υ-.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μολοσσός + ἴαμβος.