μολοσσίαμβος: Difference between revisions
From LSJ
Dante Alighieri, Paradiso, XXXIII, v. 145
(6_15) |
(25) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μολοσσίαμβος''': ὁ, ποὺς ἐν τῇ μετρ. μολοσσὸς καὶ [[ἴαμβος]], Diomed. ἐν Gram. Lat. ed. Keil I, σελ. 481, 21. | |lstext='''μολοσσίαμβος''': ὁ, ποὺς ἐν τῇ μετρ. μολοσσὸς καὶ [[ἴαμβος]], Diomed. ἐν Gram. Lat. ed. Keil I, σελ. 481, 21. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[μολοσσίαμβος]], ὁ (Α)<br />(ενν. [[πούς]]) [[μετρικός]] [[πους]] που σύγκειται από μολοσσό και ίαμβο, [[δηλαδή]] -<i>υ</i>-.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μολοσσός]] <span style="color: red;">+</span> [[ἴαμβος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:48, 29 September 2017
English (LSJ)
[ῐ] (sc. πούς), ὁ, the foot, Diom.p.481 K.
Greek (Liddell-Scott)
μολοσσίαμβος: ὁ, ποὺς ἐν τῇ μετρ. μολοσσὸς καὶ ἴαμβος, Diomed. ἐν Gram. Lat. ed. Keil I, σελ. 481, 21.
Greek Monolingual
μολοσσίαμβος, ὁ (Α)
(ενν. πούς) μετρικός πους που σύγκειται από μολοσσό και ίαμβο, δηλαδή -υ-.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μολοσσός + ἴαμβος.