γυναικάνηρ: Difference between revisions
From LSJ
Μὴ σπεῦδε πλουτεῖν, μὴ ταχὺς πένης γένῃ → Ditescere properans, inops fies cito → Vermeide schnellen Reichtum, sonst verarmst du schnell
(6_14) |
(big3_10) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''γῠναικάνηρ''': ὁ, ἀνὴρ ἐν γυναικείᾳ μορφῇ, [[γυναικώδης]], [[θηλυδρίας]], δοτ. πληθ. γυναικάνδρεσσι Ἐπίχ. 156 Ahr. | |lstext='''γῠναικάνηρ''': ὁ, ἀνὴρ ἐν γυναικείᾳ μορφῇ, [[γυναικώδης]], [[θηλυδρίας]], δοτ. πληθ. γυναικάνδρεσσι Ἐπίχ. 156 Ahr. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=(γῠναικάνηρ) -άνδρος, ὁ<br /><br /><b class="num">• Prosodia:</b> [-ᾰ-]<br />[[andrógino]], [[afeminado]] γυναικάνδρεσσι ποθεινοί Epich.181, cf. Eust.1132.32. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:22, 21 August 2017
English (LSJ)
[ᾰ], ανδρος, ὁ,
A woman-man: dat. pl., γυναικάνδρεσσι Epich.218, cf. Eust.1132.32.
German (Pape)
[Seite 510] -ανδρος, weibischer Mann, Epicharm. bei Schol. Il. 8, 527 γυναικάνδρεσσι.
Greek (Liddell-Scott)
γῠναικάνηρ: ὁ, ἀνὴρ ἐν γυναικείᾳ μορφῇ, γυναικώδης, θηλυδρίας, δοτ. πληθ. γυναικάνδρεσσι Ἐπίχ. 156 Ahr.
Spanish (DGE)
(γῠναικάνηρ) -άνδρος, ὁ
• Prosodia: [-ᾰ-]
andrógino, afeminado γυναικάνδρεσσι ποθεινοί Epich.181, cf. Eust.1132.32.