γυναικάνηρ: Difference between revisions

From LSJ

Μὴ σπεῦδε πλουτεῖν, μὴ ταχὺς πένης γένῃ → Ditescere properans, inops fies cito → Vermeide schnellen Reichtum, sonst verarmst du schnell

Menander, Monostichoi, 358
(6_14)
(big3_10)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''γῠναικάνηρ''': ὁ, ἀνὴρ ἐν γυναικείᾳ μορφῇ, [[γυναικώδης]], [[θηλυδρίας]], δοτ. πληθ. γυναικάνδρεσσι Ἐπίχ. 156 Ahr.
|lstext='''γῠναικάνηρ''': ὁ, ἀνὴρ ἐν γυναικείᾳ μορφῇ, [[γυναικώδης]], [[θηλυδρίας]], δοτ. πληθ. γυναικάνδρεσσι Ἐπίχ. 156 Ahr.
}}
{{DGE
|dgtxt=(γῠναικάνηρ) -άνδρος, ὁ<br /><br /><b class="num">• Prosodia:</b> [-ᾰ-]<br />[[andrógino]], [[afeminado]] γυναικάνδρεσσι ποθεινοί Epich.181, cf. Eust.1132.32.
}}
}}

Revision as of 12:22, 21 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γῠναικάνηρ Medium diacritics: γυναικάνηρ Low diacritics: γυναικάνηρ Capitals: ΓΥΝΑΙΚΑΝΗΡ
Transliteration A: gynaikánēr Transliteration B: gynaikanēr Transliteration C: gynaikanir Beta Code: gunaika/nhr

English (LSJ)

[ᾰ], ανδρος, ὁ,

   A woman-man: dat. pl., γυναικάνδρεσσι Epich.218, cf. Eust.1132.32.

German (Pape)

[Seite 510] -ανδρος, weibischer Mann, Epicharm. bei Schol. Il. 8, 527 γυναικάνδρεσσι.

Greek (Liddell-Scott)

γῠναικάνηρ: ὁ, ἀνὴρ ἐν γυναικείᾳ μορφῇ, γυναικώδης, θηλυδρίας, δοτ. πληθ. γυναικάνδρεσσι Ἐπίχ. 156 Ahr.

Spanish (DGE)

(γῠναικάνηρ) -άνδρος, ὁ

• Prosodia: [-ᾰ-]
andrógino, afeminado γυναικάνδρεσσι ποθεινοί Epich.181, cf. Eust.1132.32.