σιδηρώδης: Difference between revisions

From LSJ

αὐτῇ καθ' αὑτὴν εἰλικρινεῖ τῇ διανοίᾳ χρώμενος → by using his mind alone by itself and uncorrupted

Source
(6_7)
(37)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''σῐδηρώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) ἐκ σιδήρου, Σχόλ. εἰς Αἰσχύλ. Πρ. 64.
|lstext='''σῐδηρώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) ἐκ σιδήρου, Σχόλ. εἰς Αἰσχύλ. Πρ. 64.
}}
{{grml
|mltxt=-ῶδες, Α [[σίδηρος]]<br />αυτός που αποτελείται από σίδηρο.
}}
}}

Revision as of 12:28, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σῐδηρώδης Medium diacritics: σιδηρώδης Low diacritics: σιδηρώδης Capitals: ΣΙΔΗΡΩΔΗΣ
Transliteration A: sidērṓdēs Transliteration B: sidērōdēs Transliteration C: sidirodis Beta Code: sidhrw/dhs

English (LSJ)

ες,

   A of iron, Sch.rec.A.Pr.64.

German (Pape)

[Seite 880] ες, eisenartig, Schol. Aesch. Prom. 64.

Greek (Liddell-Scott)

σῐδηρώδης: -ες, (εἶδος) ἐκ σιδήρου, Σχόλ. εἰς Αἰσχύλ. Πρ. 64.

Greek Monolingual

-ῶδες, Α σίδηρος
αυτός που αποτελείται από σίδηρο.