σκυτώδης: Difference between revisions
From LSJ
κείνους δὲ κλαίω ξυμφορᾷ κεχρημένους (Euripides' Medea 347) → I weep for those who have suffered disaster
(6_7) |
(37) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σκῡτώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) [[ὅμοιος]] πρὸς δέρμα, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 37, 24. | |lstext='''σκῡτώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) [[ὅμοιος]] πρὸς δέρμα, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 37, 24. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ῶδες, Α [[σκῡτος]]<br />όμοιος με [[δέρμα]] («oἱ δὲ ἄρρενες σκυτώδεις τε γιγνονται καὶ γλίσχροι», <b>Αριστοτ.</b>). | |||
}} | }} |
Revision as of 12:30, 29 September 2017
English (LSJ)
ες,
A like leather, Arist.HA622a21.
German (Pape)
[Seite 909] ες, lederartig, Arist. H. A. 9, 37.
Greek (Liddell-Scott)
σκῡτώδης: -ες, (εἶδος) ὅμοιος πρὸς δέρμα, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 37, 24.
Greek Monolingual
-ῶδες, Α σκῡτος
όμοιος με δέρμα («oἱ δὲ ἄρρενες σκυτώδεις τε γιγνονται καὶ γλίσχροι», Αριστοτ.).