κτηνώδης: Difference between revisions

From LSJ

πολλὰ μεταξὺ πέλει κύλικος καὶ χείλεος ἄκρου → there is many a slip twixt cup and lip, there's many a slip twixt cup and lip, there's many a slip 'twixt cup and lip, there's many a slip twixt the cup and the lip, there's many a slip 'twixt the cup and the lip

Source
(6_7)
(22)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κτηνώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) ὡς καὶ νῦν, κτηνοπρεπὴς, [[ζῳώδης]], (Ψαλ. ΟΒ΄, 23).
|lstext='''κτηνώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) ὡς καὶ νῦν, κτηνοπρεπὴς, [[ζῳώδης]], (Ψαλ. ΟΒ΄, 23).
}}
{{grml
|mltxt=-ες και [[κτηνώδικος]], -η, -ο (AM [[κτηνώδης]], -ῶδες)<br /><b>1.</b> αυτός που μοιάζει με [[κτήνος]] στη [[μορφή]] ή στη [[συμπεριφορά]] («[[κτηνώδης]] [[φυσιογνωμία]]»)<br /><b>2.</b> αυτός που αρμόζει σε [[κτήνος]] (α. «κτηνώδη ένστικτα» β. «[[κτηνώδης]] [[αἴσθησις]]», Φίλ.). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[κτηνωδώς]] (AM κτηνωδῶς)<br />με τρόπο που αρμόζει σε [[κτήνος]], σαν [[κτήνος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κτῆνος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ώδης</i>].
}}
}}

Revision as of 07:26, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κτηνώδης Medium diacritics: κτηνώδης Low diacritics: κτηνώδης Capitals: ΚΤΗΝΩΔΗΣ
Transliteration A: ktēnṓdēs Transliteration B: ktēnōdēs Transliteration C: ktinodis Beta Code: kthnw/dhs

English (LSJ)

ες,

   A like a beast, LXX Ps.72(73).22, Aesop. 324b; αἴσθησις Ph.1.151: Comp., Hsch. Adv. -δῶς, γράφειν Tz.ad Lyc.797.

German (Pape)

[Seite 1519] ες, viehmäßig, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

κτηνώδης: -ες, (εἶδος) ὡς καὶ νῦν, κτηνοπρεπὴς, ζῳώδης, (Ψαλ. ΟΒ΄, 23).

Greek Monolingual

-ες και κτηνώδικος, -η, -ο (AM κτηνώδης, -ῶδες)
1. αυτός που μοιάζει με κτήνος στη μορφή ή στη συμπεριφοράκτηνώδης φυσιογνωμία»)
2. αυτός που αρμόζει σε κτήνος (α. «κτηνώδη ένστικτα» β. «κτηνώδης αἴσθησις», Φίλ.).
επίρρ...
κτηνωδώς (AM κτηνωδῶς)
με τρόπο που αρμόζει σε κτήνος, σαν κτήνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κτῆνος + κατάλ. -ώδης].