πολύαρχος: Difference between revisions

From LSJ

τάλαιναι κόραι Φαέθοντος οἴκτῳ δακρύων τὰς ἠλεκτροφαεῖς αὐγάς → girls, in grief for Phaethon, drop the amber radiance of their tears

Source
(6_17)
(33)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πολύαρχος''': -ον, ὁ ἐπὶ πολλῶν ἄρχων, Κορνοῦτ. περὶ Θεῶν Φύσ. 35· τὸ πολύαρχον = [[πολυαρχία]], Γρηγ. Ναζ. 3, 414Α.
|lstext='''πολύαρχος''': -ον, ὁ ἐπὶ πολλῶν ἄρχων, Κορνοῦτ. περὶ Θεῶν Φύσ. 35· τὸ πολύαρχον = [[πολυαρχία]], Γρηγ. Ναζ. 3, 414Α.
}}
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br /><b>1.</b> αυτός που κυβερνά πολλούς, που διοικεί πολλούς<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ πολύαρχον</i><br />[[πολυαρχία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>αρχος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἄρχω]]), <b>πρβλ.</b> <i>ναύ</i>-<i>αρχος</i>].
}}
}}

Revision as of 12:19, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολῠαρχος Medium diacritics: πολύαρχος Low diacritics: πολύαρχος Capitals: ΠΟΛΥΑΡΧΟΣ
Transliteration A: polýarchos Transliteration B: polyarchos Transliteration C: polyarchos Beta Code: polu/arxos

English (LSJ)

ον,

   A ruling over many, Corn.ND35.

German (Pape)

[Seite 659] vielherrschend, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

πολύαρχος: -ον, ὁ ἐπὶ πολλῶν ἄρχων, Κορνοῦτ. περὶ Θεῶν Φύσ. 35· τὸ πολύαρχον = πολυαρχία, Γρηγ. Ναζ. 3, 414Α.

Greek Monolingual

-ον, Α
1. αυτός που κυβερνά πολλούς, που διοικεί πολλούς
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ πολύαρχον
πολυαρχία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -αρχος (< ἄρχω), πρβλ. ναύ-αρχος].