ἀντιμηχανάομαι: Difference between revisions
πενία μόνα τὰς τέχνας ἐγείρει → poverty alone promotes skilled work, necessity is the mother of invention, necessity is the mother of all invention, poverty is the mother of invention, out of necessity comes invention, out of necessity came invention, frugality is the mother of invention
(6_5) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀντιμηχᾰνάομαι''': ἀποθ., μηχανῶμαι καὶ ἐγὼ ἐξ ἄλλου, ἄλλα τε ἀντεμηχανέοντο καὶ δὴ καί, κτλ. Ἡροδ. 8. 52· ἀντεμηχανήσαντο σβεστήρια κωλύματα Θουκ. 7. 53· ἀπολ., Εὐρ. Βάκχ. 291, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 9. 8, 5· ὁ μέντοι Ἀγησίλαος πρὸς τοῦτο ἀντεμηχανήσατο Ξεν. Ἑλλ. 5. 3, 16. | |lstext='''ἀντιμηχᾰνάομαι''': ἀποθ., μηχανῶμαι καὶ ἐγὼ ἐξ ἄλλου, ἄλλα τε ἀντεμηχανέοντο καὶ δὴ καί, κτλ. Ἡροδ. 8. 52· ἀντεμηχανήσαντο σβεστήρια κωλύματα Θουκ. 7. 53· ἀπολ., Εὐρ. Βάκχ. 291, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 9. 8, 5· ὁ μέντοι Ἀγησίλαος πρὸς τοῦτο ἀντεμηχανήσατο Ξεν. Ἑλλ. 5. 3, 16. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-ῶμαι;<br /><b>1</b> machiner contre;<br /><b>2</b> imaginer en guise de défense.<br />'''Étymologie:''' [[ἀντί]], μηχανάομαι. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:42, 9 August 2017
English (LSJ)
A contrive against or in opposition, ἄλλα ἀ. Hdt.8.52, cf. E Ba.291; σβεστήρια κωλύματα Th.7.53: abs., Arist.HA613b27; πρός τι X.HG5.3.16.
German (Pape)
[Seite 255] Gegenanstalten treffen, Gegenlist anwenden, Her. 8. 52; πρός τι Eur. Bacch. 291; Thuc. 7, 53; Xen. Hell. 5, 3, 16; Pol.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντιμηχᾰνάομαι: ἀποθ., μηχανῶμαι καὶ ἐγὼ ἐξ ἄλλου, ἄλλα τε ἀντεμηχανέοντο καὶ δὴ καί, κτλ. Ἡροδ. 8. 52· ἀντεμηχανήσαντο σβεστήρια κωλύματα Θουκ. 7. 53· ἀπολ., Εὐρ. Βάκχ. 291, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 9. 8, 5· ὁ μέντοι Ἀγησίλαος πρὸς τοῦτο ἀντεμηχανήσατο Ξεν. Ἑλλ. 5. 3, 16.
French (Bailly abrégé)
-ῶμαι;
1 machiner contre;
2 imaginer en guise de défense.
Étymologie: ἀντί, μηχανάομαι.