διομολογία: Difference between revisions

From LSJ

Περὶ τοῦ ἐπέκεινα τοῦ νοῦ κατὰ μὲν νόησιν πολλὰ λέγεται, θεωρεῖται δὲ ἀνοησίᾳ κρείττονι νοήσεως → On the subject of that which is beyond intellect, many statements are made on the basis of intellection, but it may be immediately cognised only by means of a non-intellection superior to intellection

Porphyry, Sententiae, 25
(6_9)
(Bailly1_2)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''διομολογία''': ἡ, = [[διομολόγησις]], δ. ποιεῖν [[περί]] τινος Ἰσαῖ. 86. 4, 15· γίνεται δ. τῆς ὑπουργίας Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 9. 1, 7.
|lstext='''διομολογία''': ἡ, = [[διομολόγησις]], δ. ποιεῖν [[περί]] τινος Ἰσαῖ. 86. 4, 15· γίνεται δ. τῆς ὑπουργίας Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 9. 1, 7.
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />convention.<br />'''Étymologie:''' [[διομολογέω]].
}}
}}

Revision as of 19:52, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διομολογία Medium diacritics: διομολογία Low diacritics: διομολογία Capitals: ΔΙΟΜΟΛΟΓΙΑ
Transliteration A: diomología Transliteration B: diomologia Transliteration C: diomologia Beta Code: diomologi/a

English (LSJ)

ἡ,

   A agreement, contract, δ. ποιεῖν περί τινος Is.11.21,23; γίνεται δ. τῆς ὑπουργίας Arist.EN1164a34.

Greek (Liddell-Scott)

διομολογία: ἡ, = διομολόγησις, δ. ποιεῖν περί τινος Ἰσαῖ. 86. 4, 15· γίνεται δ. τῆς ὑπουργίας Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 9. 1, 7.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
convention.
Étymologie: διομολογέω.