κραστίζομαι: Difference between revisions

From LSJ

ἀνάγκῃ δ' οὐδὲ θεοὶ μάχονται → but not even gods fight necessity

Source
(6_5)
(21)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''κραστίζομαι''': ἀποθετ., [[τρώγω]] χλόην, «γρασίδι», Σώφρων παρὰ Σχολ. ἐν Νικ. Θηρ. 861 ([[ἔνθα]] κακῶς κρατιζ-), πρβλ. Ἐτυμολ. Μέγ. 535. 23, Α. Β. 273.
|lstext='''κραστίζομαι''': ἀποθετ., [[τρώγω]] χλόην, «γρασίδι», Σώφρων παρὰ Σχολ. ἐν Νικ. Θηρ. 861 ([[ἔνθα]] κακῶς κρατιζ-), πρβλ. Ἐτυμολ. Μέγ. 535. 23, Α. Β. 273.
}}
{{grml
|mltxt=[[κραστίζομαι]] (Α) [[κράστις]]<br />[[τρώγω]] [[χλόη]], [[βόσκω]].
}}
}}

Revision as of 06:40, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κραστίζομαι Medium diacritics: κραστίζομαι Low diacritics: κραστίζομαι Capitals: ΚΡΑΣΤΙΖΟΜΑΙ
Transliteration A: krastízomai Transliteration B: krastizomai Transliteration C: krastizomai Beta Code: krasti/zomai

English (LSJ)

   A consume green fodder, Sophr.166, cf. EM535.23, AB273.

Greek (Liddell-Scott)

κραστίζομαι: ἀποθετ., τρώγω χλόην, «γρασίδι», Σώφρων παρὰ Σχολ. ἐν Νικ. Θηρ. 861 (ἔνθα κακῶς κρατιζ-), πρβλ. Ἐτυμολ. Μέγ. 535. 23, Α. Β. 273.

Greek Monolingual

κραστίζομαι (Α) κράστις
τρώγω χλόη, βόσκω.