ἱππευτήρ: Difference between revisions
From LSJ
τὸ αὐτοπροαίρετον τε καὶ αὐτεξούσιον → free will
(6_12) |
(17) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἱππευτήρ''': ῆρος, ὁ, = τῷ ἑπομ., Πῶλον, τῶν πεδίων, ἀλλ’ οὐχ ἁλὸς ἱππευτῆρα Ἀνθ. Π. 9. 295. | |lstext='''ἱππευτήρ''': ῆρος, ὁ, = τῷ ἑπομ., Πῶλον, τῶν πεδίων, ἀλλ’ οὐχ ἁλὸς ἱππευτῆρα Ἀνθ. Π. 9. 295. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἱππευτήρ]], -ῆρος, ὁ (Α) [[ιππεύω]]<br />μτγν. και ποιητ. τ. [[αντί]] [[ιππευτής]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:19, 29 September 2017
English (LSJ)
ῆρος, ὁ,= sq.,
A πῶλος, ἱ. πεδίων, οὐχ ἁλός AP9.295 (Bianor).
German (Pape)
[Seite 1258] ῆρος, ὁ, der Reiter, Bian. 11 (IX, 295).
Greek (Liddell-Scott)
ἱππευτήρ: ῆρος, ὁ, = τῷ ἑπομ., Πῶλον, τῶν πεδίων, ἀλλ’ οὐχ ἁλὸς ἱππευτῆρα Ἀνθ. Π. 9. 295.
Greek Monolingual
ἱππευτήρ, -ῆρος, ὁ (Α) ιππεύω
μτγν. και ποιητ. τ. αντί ιππευτής.