λινόπληκτος: Difference between revisions
From LSJ
(6_18) |
(Bailly1_3) |
||
Line 4: | Line 4: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''λῐνόπληκτος''': -ον, ὁ τρομάζων πρὸ τοῦ δικτύου, ἐπὶ ζῴων ἅτινα συλληφθέντα διέφυγον, Πλούτ. 2. 642Α˙ [[ὡσαύτως]] λινοπλήξ, ῆγος, ὁ, ἡ, Ἰω. Χρυσ.˙ - ἐν Νουμην. παρ’ Ἀθην. 321Ε, ἔχομεν ὑπερθετ. λινοπληγέστατος, σφοδρότατα πλήττων τὸ [[δίκτυον]], [[κυρίως]] ἐπὶ ἰχθύος σφαδάζοντος, μεταφορ. δὲ ἐπὶ ἀνθρώπου, ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 181. - Περὶ τοῦ τύπου ἴδε Λοβ. Παραλ. 288. | |lstext='''λῐνόπληκτος''': -ον, ὁ τρομάζων πρὸ τοῦ δικτύου, ἐπὶ ζῴων ἅτινα συλληφθέντα διέφυγον, Πλούτ. 2. 642Α˙ [[ὡσαύτως]] λινοπλήξ, ῆγος, ὁ, ἡ, Ἰω. Χρυσ.˙ - ἐν Νουμην. παρ’ Ἀθην. 321Ε, ἔχομεν ὑπερθετ. λινοπληγέστατος, σφοδρότατα πλήττων τὸ [[δίκτυον]], [[κυρίως]] ἐπὶ ἰχθύος σφαδάζοντος, μεταφορ. δὲ ἐπὶ ἀνθρώπου, ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 181. - Περὶ τοῦ τύπου ἴδε Λοβ. Παραλ. 288. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />atteint par le filet ; qui redoute le filet.<br />'''Étymologie:''' [[λίνον]], [[πλήσσω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:33, 9 August 2017
German (Pape)
[Seite 49] netzschen, von Thieren, die einmal aus dem Netz entschlüpft und daher scheu sind, Plut. Symp. 2, 8.
Greek (Liddell-Scott)
λῐνόπληκτος: -ον, ὁ τρομάζων πρὸ τοῦ δικτύου, ἐπὶ ζῴων ἅτινα συλληφθέντα διέφυγον, Πλούτ. 2. 642Α˙ ὡσαύτως λινοπλήξ, ῆγος, ὁ, ἡ, Ἰω. Χρυσ.˙ - ἐν Νουμην. παρ’ Ἀθην. 321Ε, ἔχομεν ὑπερθετ. λινοπληγέστατος, σφοδρότατα πλήττων τὸ δίκτυον, κυρίως ἐπὶ ἰχθύος σφαδάζοντος, μεταφορ. δὲ ἐπὶ ἀνθρώπου, ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 181. - Περὶ τοῦ τύπου ἴδε Λοβ. Παραλ. 288.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
atteint par le filet ; qui redoute le filet.
Étymologie: λίνον, πλήσσω.