ὡρόμαντις: Difference between revisions
From LSJ
Ἐφόδιον εἰς τὸ γῆρας αἰεὶ κατατίθου → Bonum senectae compara viaticum → Wegzehrung für das Alter sorge stets dir vor
(6_8) |
(Bailly1_5) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὡρόμαντις''': -εως, ὁ προλέγων τὰς ὥρας, ὁ [[ἀλεκτρυών]], Βαβρ. 124. 5· -ὁ Σουΐδ. ἐν λ. πέταυρα μνημονεύει [[ὡρονόμος]] (ἐκ τοῦ Βαβρίου). -Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 537. | |lstext='''ὡρόμαντις''': -εως, ὁ προλέγων τὰς ὥρας, ὁ [[ἀλεκτρυών]], Βαβρ. 124. 5· -ὁ Σουΐδ. ἐν λ. πέταυρα μνημονεύει [[ὡρονόμος]] (ἐκ τοῦ Βαβρίου). -Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 537. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=εως (ὁ) :<br />celui qui annonce les heures.<br />'''Étymologie:''' [[ὥρα]], [[μάντις]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:46, 9 August 2017
English (LSJ)
εως, ὁ,
A the hour-prophet, of the cock, prob. in Babr. 124.15 (ὡρομάτην cod. Vat., ὡρονόμον Suid. s.v. πέτανρα).
Greek (Liddell-Scott)
ὡρόμαντις: -εως, ὁ προλέγων τὰς ὥρας, ὁ ἀλεκτρυών, Βαβρ. 124. 5· -ὁ Σουΐδ. ἐν λ. πέταυρα μνημονεύει ὡρονόμος (ἐκ τοῦ Βαβρίου). -Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 537.
French (Bailly abrégé)
εως (ὁ) :
celui qui annonce les heures.
Étymologie: ὥρα, μάντις.