χλαινόω: Difference between revisions

From LSJ

Κόλαζε τὸν πονηρόν, ἄνπερ δυνατὸς ᾖς → Malum castiga, maxime si sis potens → Den Schurken strafe, wenn du dazu fähig bist

Menander, Monostichoi, 278
(6_14)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''χλαινόω''': μέλλ. ώσω, [[καλύπτω]] διὰ χλαίνης, [[ἐνδύω]], [[καλύπτω]], ἐχλαίνου φάρεϊ πορφυρέῳ Ἀνθ. Παλατ. 9. 293· εἵμασι μιμηλοῖσι νόθον χλαίνωσε νομῆα Νόνν. Διονυσ. 1. 373.
|lstext='''χλαινόω''': μέλλ. ώσω, [[καλύπτω]] διὰ χλαίνης, [[ἐνδύω]], [[καλύπτω]], ἐχλαίνου φάρεϊ πορφυρέῳ Ἀνθ. Παλατ. 9. 293· εἵμασι μιμηλοῖσι νόθον χλαίνωσε νομῆα Νόνν. Διονυσ. 1. 373.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />revêtir d’un manteau ; revêtir <i>en gén.</i> de, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[χλαῖνα]].
}}
}}

Revision as of 19:43, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χλαινόω Medium diacritics: χλαινόω Low diacritics: χλαινόω Capitals: ΧΛΑΙΝΟΩ
Transliteration A: chlainóō Transliteration B: chlainoō Transliteration C: chlainoo Beta Code: xlaino/w

English (LSJ)

   A cover with a cloak, φάρεϊ AP9.293 (Phil.): generally, clothe, εἵμασι Nonn.D.1.373.

German (Pape)

[Seite 1358] mit einem Mantel bekleiden, bedecken, φάρεϊ Phil. Thess. 60 (IX, 293).

Greek (Liddell-Scott)

χλαινόω: μέλλ. ώσω, καλύπτω διὰ χλαίνης, ἐνδύω, καλύπτω, ἐχλαίνου φάρεϊ πορφυρέῳ Ἀνθ. Παλατ. 9. 293· εἵμασι μιμηλοῖσι νόθον χλαίνωσε νομῆα Νόνν. Διονυσ. 1. 373.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
revêtir d’un manteau ; revêtir en gén. de, τινι.
Étymologie: χλαῖνα.