ῥαντήριος: Difference between revisions
Κακοῦ μεταβολὴν ἀνδρὸς οὐ δεῖ προσδοκᾶν → Non exspectandus improbi flexus viri → Auf Wandel eines schlechten Mannes warte nicht
(6_4) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ῥαντήριος''': -α, -ον, ὁ ὑποκείμενος εἰς ῥαντισμόν, [[πέδον]] ῥαντήριον, ἐρραντισμένον, κεκηλιδωμένον δι’ αἵματος, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1092· ὁ Πόρσων ἀνέγνω πέδου ῥαντήριον (ὡς οὐσιαστ.), [[μολυσμός]]· καὶ ἐπὶ τῆς αὐτῆς σημασίας ὁ Dobree προτείνει τὸ σύνθετον: [[πεδορραντήριον]]. | |lstext='''ῥαντήριος''': -α, -ον, ὁ ὑποκείμενος εἰς ῥαντισμόν, [[πέδον]] ῥαντήριον, ἐρραντισμένον, κεκηλιδωμένον δι’ αἵματος, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1092· ὁ Πόρσων ἀνέγνω πέδου ῥαντήριον (ὡς οὐσιαστ.), [[μολυσμός]]· καὶ ἐπὶ τῆς αὐτῆς σημασίας ὁ Dobree προτείνει τὸ σύνθετον: [[πεδορραντήριον]]. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=α, ον :<br />arrosé, mouillé.<br />'''Étymologie:''' [[ῥαίνω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:09, 9 August 2017
English (LSJ)
α, ον,
A of or for sprinkling, πέδον ῥ. besprinkled, reeking, with blood, A.Ag.1092; Pors. read πέδου ῥαντήριον (as Subst.) defilement; and, in the same sense, Dobree suggested the compd. πεδορραντήριον. II ῥαντήριον, τό,= περιρραντήριον, BCH 35.286 (Delos, ii B.C.), 54.98 (ibid., ii B.C.).
German (Pape)
[Seite 834] zum Benetzen, Vesprengen gehörig; πέδον ῥαντήριον, der blutbespritzte Boden, Aesch. Ag. 1063.
Greek (Liddell-Scott)
ῥαντήριος: -α, -ον, ὁ ὑποκείμενος εἰς ῥαντισμόν, πέδον ῥαντήριον, ἐρραντισμένον, κεκηλιδωμένον δι’ αἵματος, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1092· ὁ Πόρσων ἀνέγνω πέδου ῥαντήριον (ὡς οὐσιαστ.), μολυσμός· καὶ ἐπὶ τῆς αὐτῆς σημασίας ὁ Dobree προτείνει τὸ σύνθετον: πεδορραντήριον.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
arrosé, mouillé.
Étymologie: ῥαίνω.