χλωρότης: Difference between revisions

From LSJ

Βάδιζε τὴν εὐθεῖαν, ἵνα δίκαιος ᾖς → Incede rectam, si vir es iustus, viam → Damit gerecht du bist, geh den geraden Weg

Menander, Monostichoi, 62
(6_12)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''χλωρότης''': -ητος, ἡ, ἡ τοῦ χλωροῦ [[ἰδιότης]], τὸ πράσινον [[χρῶμα]], τῶν φυτῶν Ἀριστ. π. Φυτ. 2. 8, 1 (ἐν τῷ τύπῳ χλοερότης)· ὕλης Πλουτ. Φλαμ. 3, πρβλ. 9. 952C. ΙΙ. [[ὠχρότης]], [[αὐτόθι]] 395D, Ἐβδ. (Ψαλμ. ΞΖ΄, 13).
|lstext='''χλωρότης''': -ητος, ἡ, ἡ τοῦ χλωροῦ [[ἰδιότης]], τὸ πράσινον [[χρῶμα]], τῶν φυτῶν Ἀριστ. π. Φυτ. 2. 8, 1 (ἐν τῷ τύπῳ χλοερότης)· ὕλης Πλουτ. Φλαμ. 3, πρβλ. 9. 952C. ΙΙ. [[ὠχρότης]], [[αὐτόθι]] 395D, Ἐβδ. (Ψαλμ. ΞΖ΄, 13).
}}
{{bailly
|btext=ότητος (ὁ) :<br /><b>1</b> couleur d’un vert pâle ; <i>p. ext.</i> couleur blême, pâleur;<br /><b>2</b> verdeur, fraîcheur, vigueur.<br />'''Étymologie:''' [[χλωρός]].
}}
}}

Revision as of 20:12, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χλωρότης Medium diacritics: χλωρότης Low diacritics: χλωρότης Capitals: ΧΛΩΡΟΤΗΣ
Transliteration A: chlōrótēs Transliteration B: chlōrotēs Transliteration C: chlorotis Beta Code: xlwro/ths

English (LSJ)

ητος, ἡ,

   A greenness, ὕλης Plu.Flam.3; yellowness, χρυσίου LXX Ps.67(68).14; freshness, Sch.Opp.H.2.495.    II pale colour, of gold mixed with silver, Plu.2.952c; pallor, νοσώδης χ. ib.395c.

German (Pape)

[Seite 1361] ητος, ἡ, 1) das Grünsein od. Grünen, bes. von Pflanzen, ὕλης Plut. Flam. 3. – 2) die blasse Farbe, die Blässe, Hippocr. – 3) das frische Aussehen, die Jugendlichkeit, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

χλωρότης: -ητος, ἡ, ἡ τοῦ χλωροῦ ἰδιότης, τὸ πράσινον χρῶμα, τῶν φυτῶν Ἀριστ. π. Φυτ. 2. 8, 1 (ἐν τῷ τύπῳ χλοερότης)· ὕλης Πλουτ. Φλαμ. 3, πρβλ. 9. 952C. ΙΙ. ὠχρότης, αὐτόθι 395D, Ἐβδ. (Ψαλμ. ΞΖ΄, 13).

French (Bailly abrégé)

ότητος (ὁ) :
1 couleur d’un vert pâle ; p. ext. couleur blême, pâleur;
2 verdeur, fraîcheur, vigueur.
Étymologie: χλωρός.