ἐπηρεαστικός: Difference between revisions
From LSJ
(6_10) |
(13) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐπηρεαστικός''': -ή, -όν, [[ὑβριστικός]], Κωμ. Ἀνών. 357.- Ἐπίρρ. -κῶς, Γαλην. 1. 353, Βασίλ. ΙΙΙ. 616Β. | |lstext='''ἐπηρεαστικός''': -ή, -όν, [[ὑβριστικός]], Κωμ. Ἀνών. 357.- Ἐπίρρ. -κῶς, Γαλην. 1. 353, Βασίλ. ΙΙΙ. 616Β. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, -ό (AM [[ἐπηρεαστικός]], -ή, -όν) [[επηρεαστής]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />ο [[κατάλληλος]], [[ικανός]] να επηρεάζει<br /><b>μσν.</b><br />(<b>στον πληθ. ως ουσ.</b>) <i>οι ἐπηρεαστικοί</i><br />οι σχετικοί με την [[επιβολή]] φορολογίας<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[υβριστικός]], [[ταπεινωτικός]]<br /><b>2.</b> [[δόλιος]], προμελετημένος. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:11, 29 September 2017
English (LSJ)
ή, όν,
A insolent, Com.Adesp.202, Alex. Aphr.in Metaph.308.13. Adv. -κῶς Gal.Anim.Pass.1.12,al.
German (Pape)
[Seite 921] zum Beeinträchtigen, Mißhandeln u. dgl. geneigt, Stob. ecl. phys. 1, 194.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπηρεαστικός: -ή, -όν, ὑβριστικός, Κωμ. Ἀνών. 357.- Ἐπίρρ. -κῶς, Γαλην. 1. 353, Βασίλ. ΙΙΙ. 616Β.
Greek Monolingual
-ή, -ό (AM ἐπηρεαστικός, -ή, -όν) επηρεαστής
μσν.- νεοελλ.
ο κατάλληλος, ικανός να επηρεάζει
μσν.
(στον πληθ. ως ουσ.) οι ἐπηρεαστικοί
οι σχετικοί με την επιβολή φορολογίας
αρχ.
1. υβριστικός, ταπεινωτικός
2. δόλιος, προμελετημένος.