Σιδοῦς: Difference between revisions

From LSJ

ἄλλαι μὲν βουλαὶ ἀνθρώπων, ἄλλα δὲ Θεὸς κελεύει → man proposes, God disposes | men's wishes are different from what God orders | man's will is often different than God's decisions

Source
(6_20)
(37)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''Σῐδοῦς''': -οῦντος, ὁ, [[τόπος]] τις πλησίον τῆς Κορίνθου [[ἔνθα]] (ἀναμφιβόλως) ἐφύοντο ῥοιαί, Ξεν. Ἑλλ. 4. 4, 13, Νίκ. παρ’ Ἀθην. 82Α· [[ὡσαύτως]] Σιδόεις. Εὐφορ. κλπ. παρ’ Ἀθην. 82Α· ἐπίθετ. Σῐδούντιος, α, ον, Στέφ. Βυζ.· θηλ. -τιάς, -άδος, Ἡσύχ.
|lstext='''Σῐδοῦς''': -οῦντος, ὁ, [[τόπος]] τις πλησίον τῆς Κορίνθου [[ἔνθα]] (ἀναμφιβόλως) ἐφύοντο ῥοιαί, Ξεν. Ἑλλ. 4. 4, 13, Νίκ. παρ’ Ἀθην. 82Α· [[ὡσαύτως]] Σιδόεις. Εὐφορ. κλπ. παρ’ Ἀθην. 82Α· ἐπίθετ. Σῐδούντιος, α, ον, Στέφ. Βυζ.· θηλ. -τιάς, -άδος, Ἡσύχ.
}}
{{grml
|mltxt=ο / Σιδοῡς, -οῡντος, ΝΑ, και ασυναίρ. τ. Σιδόεις, -εντος, Α<br /><b>αρχ.</b><br />οχυρή [[πόλη]] [[κοντά]] στον Ισθμό της Κορίνθου, [[επίνειο]] της Κορίνθου και της Μεγαρίδας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σίδη]] «[[ροδιά]]» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>όεις</i> / -<i>οῦς</i>. Η [[πόλη]] ονομάστηκε [[έτσι]] λόγω του ότι στην [[περιοχή]] ευδοκιμούσαν οι ροδιές].
}}
}}

Revision as of 12:28, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Σῐδοῦς Medium diacritics: Σιδοῦς Low diacritics: Σιδούς Capitals: ΣΙΔΟΥΣ
Transliteration A: Sidoûs Transliteration B: Sidous Transliteration C: Sidoys Beta Code: *sidou=s

English (LSJ)

οῦντος, ὁ, Sidus, a place near Corinth, where pomegranates grew, X.HG4.4.13, Rhian.2; also Σιδόεις, Euph.11, Nic.Fr.50: Adj. Σῐδούντιος, α, ον, St.Byz.; fem. σῐδηρ-τιάς, άδος, Hsch.

Greek (Liddell-Scott)

Σῐδοῦς: -οῦντος, ὁ, τόπος τις πλησίον τῆς Κορίνθου ἔνθα (ἀναμφιβόλως) ἐφύοντο ῥοιαί, Ξεν. Ἑλλ. 4. 4, 13, Νίκ. παρ’ Ἀθην. 82Α· ὡσαύτως Σιδόεις. Εὐφορ. κλπ. παρ’ Ἀθην. 82Α· ἐπίθετ. Σῐδούντιος, α, ον, Στέφ. Βυζ.· θηλ. -τιάς, -άδος, Ἡσύχ.

Greek Monolingual

ο / Σιδοῡς, -οῡντος, ΝΑ, και ασυναίρ. τ. Σιδόεις, -εντος, Α
αρχ.
οχυρή πόλη κοντά στον Ισθμό της Κορίνθου, επίνειο της Κορίνθου και της Μεγαρίδας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σίδη «ροδιά» + κατάλ. -όεις / -οῦς. Η πόλη ονομάστηκε έτσι λόγω του ότι στην περιοχή ευδοκιμούσαν οι ροδιές].