συμπαρήκω: Difference between revisions
From LSJ
πρὸς ὀλίγον ἡσθεὶς ναυτιᾷ → having been delighted a very little while, he is nauseated
(6_6) |
(Bailly1_5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''συμπαρήκω''': εἶμαι παρὼν μετά τινος, [[συνοδεύω]] τινά, τῷ αἰσθητῷ τὸ αἰσθανόμενον σ. Πλούτ. 2. 1024C, πρβλ. 1032Β. | |lstext='''συμπαρήκω''': εἶμαι παρὼν μετά τινος, [[συνοδεύω]] τινά, τῷ αἰσθητῷ τὸ αἰσθανόμενον σ. Πλούτ. 2. 1024C, πρβλ. 1032Β. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=se présenter ensemble <i>ou</i> en même temps.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[παρήκω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:07, 9 August 2017
English (LSJ)
A to be present together with, accompany, τῷ αἰσθητῷ τὸ αἰσθανόμενον σ. Plu. 2.1024c = 1032b.
German (Pape)
[Seite 985] sich daneben erstrecken, Plut. de procreat. an. 24.
Greek (Liddell-Scott)
συμπαρήκω: εἶμαι παρὼν μετά τινος, συνοδεύω τινά, τῷ αἰσθητῷ τὸ αἰσθανόμενον σ. Πλούτ. 2. 1024C, πρβλ. 1032Β.
French (Bailly abrégé)
se présenter ensemble ou en même temps.
Étymologie: σύν, παρήκω.