ἐεισάμην: Difference between revisions

From LSJ

εὐνάζειν ἀδακρύτων βλεφάρων πόθον → lull the desire of her eyes so that they weep no more

Source
(6_6)
(4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐεισάμην''': ἐείσαο, μετοχ. ἐεισάμενος, Ἐπ. ἀόρ. τοῦ [[εἴδομαι]]· ἴδε *[[εἴδω]].
|lstext='''ἐεισάμην''': ἐείσαο, μετοχ. ἐεισάμενος, Ἐπ. ἀόρ. τοῦ [[εἴδομαι]]· ἴδε *[[εἴδω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐεισάμην:''' -αο, Επικ. αόρ. του [[εἴδομαι]] (βλ. [[εἴδω]] Α)· μτχ. [[ἐεισάμενος]].
}}
}}

Revision as of 22:24, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐεισάμην Medium diacritics: ἐεισάμην Low diacritics: εεισάμην Capitals: ΕΕΙΣΑΜΗΝ
Transliteration A: eeisámēn Transliteration B: eeisamēn Transliteration C: eeisamin Beta Code: e)eisa/mhn

English (LSJ)

ἐείσαο, part. ἐεισάμενος, Ep. aor. of εἴδομαι,

   A v. Εἴδω:— but ἐείσατο, ἐεισάσθην, v. εἴσομαι 11.

German (Pape)

[Seite 717] ep. = εἰσάμην, zu εἶδον.

Greek (Liddell-Scott)

ἐεισάμην: ἐείσαο, μετοχ. ἐεισάμενος, Ἐπ. ἀόρ. τοῦ εἴδομαι· ἴδε *εἴδω.

Greek Monotonic

ἐεισάμην: -αο, Επικ. αόρ. του εἴδομαι (βλ. εἴδω Α)· μτχ. ἐεισάμενος.