κόπασις: Difference between revisions

From LSJ

Ἀλλ’ ἐσθ’ ὁ θάνατος λοῖσθος ἰατρός κακῶν → But death is the ultimate healer of ills

Sophocles, Fragment 698
(6_8)
(21)
 
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''κόπασις''': -εως, ἡ, [[κόπωσις]], Achmes Ὀνειροκρ. σ. 222, 22· κόπασμα, τό, χαλάρωσις, [[κατεύνασις]], [[κατάπτωσις]], [[ὕφεσις]], [[παῦσις]], Τζέτζ. Ἱστ. 6, 833.
|lstext='''κόπασις''': -εως, ἡ, [[κόπωσις]], Achmes Ὀνειροκρ. σ. 222, 22· κόπασμα, τό, χαλάρωσις, [[κατεύνασις]], [[κατάπτωσις]], [[ὕφεσις]], [[παῦσις]], Τζέτζ. Ἱστ. 6, 833.
}}
{{grml
|mltxt=[[κόπασις]], ἡ (Μ) [[κοπάζω]]<br />[[κόπωση]], [[κούραση]], [[κατάπτωση]].
}}
}}

Latest revision as of 06:41, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 1482] ἡ, das Ermüden, erst Sp.

Greek (Liddell-Scott)

κόπασις: -εως, ἡ, κόπωσις, Achmes Ὀνειροκρ. σ. 222, 22· κόπασμα, τό, χαλάρωσις, κατεύνασις, κατάπτωσις, ὕφεσις, παῦσις, Τζέτζ. Ἱστ. 6, 833.

Greek Monolingual

κόπασις, ἡ (Μ) κοπάζω
κόπωση, κούραση, κατάπτωση.