φιλότεχνος: Difference between revisions
Ἡ βουλὴ καὶ ὁ δῆμος ἐτίμησεν... → The Council and the People honored... (inscription in the Roman city of Aizonai)
(6_17) |
(Bailly1_5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''φῐλότεχνος''': -ον, ὁ ἀγαπῶν τὴν τέχνην [[ἔντεχνος]], Πλάτ. Πολ. 476Α, Ἀθήν. 700C, Πλούτ., κλπ.· ― τὸ φιλότεχνον = [[φιλοτεχνία]], [[δεξιότης]] περὶ τὴν τέχνην, ὁ αὐτ. ἐν Δημητρ. 29, κλπ. ― Ἐπίρρ. -ως, Κτησ. παρὰ Διοδ. 2. 8, κλπ. 2) ἐπὶ πραγμάτων, [[τεχνικός]], ἐντέχνως κατεσκευασμένος, [[περίεργος]], Διόδ. 1. 33., 17. 44. | |lstext='''φῐλότεχνος''': -ον, ὁ ἀγαπῶν τὴν τέχνην [[ἔντεχνος]], Πλάτ. Πολ. 476Α, Ἀθήν. 700C, Πλούτ., κλπ.· ― τὸ φιλότεχνον = [[φιλοτεχνία]], [[δεξιότης]] περὶ τὴν τέχνην, ὁ αὐτ. ἐν Δημητρ. 29, κλπ. ― Ἐπίρρ. -ως, Κτησ. παρὰ Διοδ. 2. 8, κλπ. 2) ἐπὶ πραγμάτων, [[τεχνικός]], ἐντέχνως κατεσκευασμένος, [[περίεργος]], Διόδ. 1. 33., 17. 44. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />qui aime <i>ou</i> cultive les arts, industrieux ; τὸ φιλότεχνον le goût <i>ou</i> l’habileté.<br />'''Étymologie:''' [[φίλος]], [[τέχνη]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:36, 9 August 2017
English (LSJ)
ον,
A fond of art or an art, artistic, Pl.R.476a, Plu.2.41f, Ath.15.700c, etc.: τὸ φ., = φιλοτεχνία, ingenuity, Plu.Demetr. 20, etc. Adv. -ως D.S.2.8, D.H. Comp.18, J.AJ12.2.10, Plu.2.104b, Antyll. ap. Orib.6.10.23. 2 of things, artificial, curious, D.S.1.33, 17.44: Sup., Papp.648.19.
German (Pape)
[Seite 1287] kunstliebend, Plat. Rep. V, 476 a; kunstreich, künstlich. – Adv. φιλοτέχνως, Plut.
Greek (Liddell-Scott)
φῐλότεχνος: -ον, ὁ ἀγαπῶν τὴν τέχνην ἔντεχνος, Πλάτ. Πολ. 476Α, Ἀθήν. 700C, Πλούτ., κλπ.· ― τὸ φιλότεχνον = φιλοτεχνία, δεξιότης περὶ τὴν τέχνην, ὁ αὐτ. ἐν Δημητρ. 29, κλπ. ― Ἐπίρρ. -ως, Κτησ. παρὰ Διοδ. 2. 8, κλπ. 2) ἐπὶ πραγμάτων, τεχνικός, ἐντέχνως κατεσκευασμένος, περίεργος, Διόδ. 1. 33., 17. 44.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui aime ou cultive les arts, industrieux ; τὸ φιλότεχνον le goût ou l’habileté.
Étymologie: φίλος, τέχνη.