πορθμευτής: Difference between revisions
From LSJ
ὦ ἀδελφέ, τοῦτόν γε μήτε κακῶς ποιοίης μήτε τούτῳ τῷ τρόπῳ βλάπτοις κλέπτων τὰ χρήματα → Brother, you should neither do this man bad nor harm him in this way, i.e. by stealing his money/stuff
(6_6) |
(33) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πορθμευτής''': Δωρ. -τάς, ὁ, = [[πορθμεύς]], Εὐστ. 1888. 10· π. φωτός, ὁ φέρων τὸ φῶς, Συνεσ. Ὕμν. 5. 8· ― θηλ. πορθμεύτρια, Κ. Μανασσ. Χρον. 4961. | |lstext='''πορθμευτής''': Δωρ. -τάς, ὁ, = [[πορθμεύς]], Εὐστ. 1888. 10· π. φωτός, ὁ φέρων τὸ φῶς, Συνεσ. Ὕμν. 5. 8· ― θηλ. πορθμεύτρια, Κ. Μανασσ. Χρον. 4961. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ο, ΜΑ, δωρ. τ. πορθμευτάς, Α, θηλ. [[πορθμεύτρια]], Μ [[πορθμεύω]]<br />[[πορθμέας]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>μτφ.</b> αυτός που μεταφέρει που μεταδίδει [[κάτι]] («πορθευτὴς φωτός», <b>Συνέσ.</b>). | |||
}} | }} |
Revision as of 12:20, 29 September 2017
English (LSJ)
οῦ, ὁ, = foreg., Eust. 1888.10.
German (Pape)
[Seite 683] ὁ, = Vorigem, Sp., vgl. Lob. Phryn. 376.
Greek (Liddell-Scott)
πορθμευτής: Δωρ. -τάς, ὁ, = πορθμεύς, Εὐστ. 1888. 10· π. φωτός, ὁ φέρων τὸ φῶς, Συνεσ. Ὕμν. 5. 8· ― θηλ. πορθμεύτρια, Κ. Μανασσ. Χρον. 4961.
Greek Monolingual
ο, ΜΑ, δωρ. τ. πορθμευτάς, Α, θηλ. πορθμεύτρια, Μ πορθμεύω
πορθμέας
αρχ.
μτφ. αυτός που μεταφέρει που μεταδίδει κάτι («πορθευτὴς φωτός», Συνέσ.).