χαριτόφωνος: Difference between revisions
From LSJ
οὕτως ἔσονται οἱ ἔσχατοι πρῶτοι καὶ οἱ πρῶτοι ἔσχατοι· πολλοὶ γάρ εἰσι κλητοί, ὀλίγοι δὲ ἐκλεκτοί → so the last shall be first and the first last for many be called but few chosen
(6_18) |
(46) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''χᾰριτόφωνος''': -ον, ὁ ἔχων φωνὴν πλήρη χάριτος, Γαλάτεια, χαριτόφωνε [[κάλλος]] ἐρώτων Φιλόξεν. παρ’ Ἀθην. 564Ε. | |lstext='''χᾰριτόφωνος''': -ον, ὁ ἔχων φωνὴν πλήρη χάριτος, Γαλάτεια, χαριτόφωνε [[κάλλος]] ἐρώτων Φιλόξεν. παρ’ Ἀθην. 564Ε. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός που έχει γοητευτική [[φωνή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χάρις]], -<i>ιτος</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>φωνος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φωνή]]), <b>πρβλ.</b> <i>βαρβαρό</i>-<i>φωνος</i>, <i>χαλκεό</i>-<i>φωνος</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:44, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A with gracious voice, Philox.8.
German (Pape)
[Seite 1339] mit anmuthiger, lieblicher, reizender Stimme, Philox. bei Ath. XIII, 564 e.
Greek (Liddell-Scott)
χᾰριτόφωνος: -ον, ὁ ἔχων φωνὴν πλήρη χάριτος, Γαλάτεια, χαριτόφωνε κάλλος ἐρώτων Φιλόξεν. παρ’ Ἀθην. 564Ε.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που έχει γοητευτική φωνή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χάρις, -ιτος + -φωνος (< φωνή), πρβλ. βαρβαρό-φωνος, χαλκεό-φωνος].