τελεσσιδώτειρα: Difference between revisions
From LSJ
(6_20) |
(Bailly1_5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''τελεσσιδώτειρα''': Ποιητ. ἀντὶ τελεσιδ-, = [[τέλος]] διδοῦσα, ἡ διδοῦσα συμπλήρωσιν, ἡ πραγματοποιοῦσα, Μοῖρα τελεσσ. Εὐρ. [[Ἡρακλ]]. 899. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 195. | |lstext='''τελεσσιδώτειρα''': Ποιητ. ἀντὶ τελεσιδ-, = [[τέλος]] διδοῦσα, ἡ διδοῦσα συμπλήρωσιν, ἡ πραγματοποιοῦσα, Μοῖρα τελεσσ. Εὐρ. [[Ἡρακλ]]. 899. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 195. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ας (ἡ) :<br />qui procure l’accomplissement, la réalisation.<br />'''Étymologie:''' [[τελέω]], [[δίδωμι]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:52, 9 August 2017
English (LSJ)
poet. for Τελεσιδ-,
A = τέλος δοῦσα, she that gives completeness or accomplishment, Μοῖρα E.Heracl.899 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 1085] ἡ, poet. statt τελεσιδώτειρα, = τέλος δοῦσα, Geberinn der Vollendung, der Reise, Μοῖρα Eur. Heracl. 899.
Greek (Liddell-Scott)
τελεσσιδώτειρα: Ποιητ. ἀντὶ τελεσιδ-, = τέλος διδοῦσα, ἡ διδοῦσα συμπλήρωσιν, ἡ πραγματοποιοῦσα, Μοῖρα τελεσσ. Εὐρ. Ἡρακλ. 899. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 195.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
qui procure l’accomplissement, la réalisation.
Étymologie: τελέω, δίδωμι.