συγγενοκτόνος: Difference between revisions
From LSJ
χελῶναι μακάριαι τοῦ δέρματος → you tortoises are fortunate in your skin, you blessed turtles with your shell
(6_15) |
(39) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''συγγενοκτόνος''': -ον, ([[κτείνω]]) ὁ ἀποκτείνων τοὺς ἰδίους συγγενεῖς, Τζέτζ. Ἱστ. 9. 391. | |lstext='''συγγενοκτόνος''': -ον, ([[κτείνω]]) ὁ ἀποκτείνων τοὺς ἰδίους συγγενεῖς, Τζέτζ. Ἱστ. 9. 391. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ον, Μ<br />αυτός που σκοτώνει τους συγγενείς του.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[συγγενής]] <span style="color: red;">+</span> -[[κτόνος]] (<span style="color: red;"><</span> [[κτείνω]] «[[σκοτώνω]]»), <b>πρβλ.</b> <i>μητρο</i>-[[κτόνος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:33, 29 September 2017
English (LSJ)
ον, (κτείνω)
A slaying one's kindred, Tz H.9.391.
Greek (Liddell-Scott)
συγγενοκτόνος: -ον, (κτείνω) ὁ ἀποκτείνων τοὺς ἰδίους συγγενεῖς, Τζέτζ. Ἱστ. 9. 391.
Greek Monolingual
-ον, Μ
αυτός που σκοτώνει τους συγγενείς του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συγγενής + -κτόνος (< κτείνω «σκοτώνω»), πρβλ. μητρο-κτόνος.