προκαταταχέω: Difference between revisions
From LSJ
αἰὲν ἀριστεύειν καὶ ὑπείροχον ἔμμεναι ἄλλων → always strive for excellence and prevail over others (Iliad 6.208, 11.784)
(6_2) |
(4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''προκατατᾰχέω''': [[προφθάνω]] ταχύτερον, [[προλαμβάνω]], προηγοῦμαι, τινος Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 10. 145 κἑξ.· [[αὐτόθι]] 153, ὑπάρχει διάφορ. γραφ. προκατατᾰχύνω. | |lstext='''προκατατᾰχέω''': [[προφθάνω]] ταχύτερον, [[προλαμβάνω]], προηγοῦμαι, τινος Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 10. 145 κἑξ.· [[αὐτόθι]] 153, ὑπάρχει διάφορ. γραφ. προκατατᾰχύνω. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''προκατατᾰχέω:''' превзойти в скорости, опережать (τινος Sext.). | |||
}} | }} |
Revision as of 06:48, 31 December 2018
English (LSJ)
A to be beforehand, get the start of another, τινος S.E.M.10.145 sq.; with v.l. προκατατᾰχύνω, ib.153:—Pass., of ships, -ταχούμενα ὑπὸ τοῦ ῥεύματος Gem.12.18.
German (Pape)
[Seite 729] durch Zuvorkommen einnehmen, S. Emp. adv. phys. 2, 145, öfter; ib. 153 ist προκαταταχύνω v. l.
Greek (Liddell-Scott)
προκατατᾰχέω: προφθάνω ταχύτερον, προλαμβάνω, προηγοῦμαι, τινος Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 10. 145 κἑξ.· αὐτόθι 153, ὑπάρχει διάφορ. γραφ. προκατατᾰχύνω.
Russian (Dvoretsky)
προκατατᾰχέω: превзойти в скорости, опережать (τινος Sext.).