κινύρα: Difference between revisions
κῆπος κεκλεισμένος, ἀδελφή μου νύμφη, κῆπος κεκλεισμένος, πηγὴ ἐσφραγισμένη (Song of Solomon 4:12) → A garden locked is my sister bride, a garden locked, a fountain sealed (LXX) | A garden enclosed is my sister, my spouse; a spring shut up, a fountain sealed (KJV)
(6_22) |
(20) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κῐνύρα''': ῠ, ἡ, Ἀσιατικὸν μουσικὸν [[ὄργανον]] ἔχον [[δέκα]] χορδὰς καὶ κρουόμενον διὰ τῆς χειρός, Ἑβδ. (Αϳ Βασιλ. ΙϚϳ, 23)· ἢ διὰ πλήκτρου, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 7. 12, 3. (Ἐκ τοῦ Ἑβρ. kinnôr). | |lstext='''κῐνύρα''': ῠ, ἡ, Ἀσιατικὸν μουσικὸν [[ὄργανον]] ἔχον [[δέκα]] χορδὰς καὶ κρουόμενον διὰ τῆς χειρός, Ἑβδ. (Αϳ Βασιλ. ΙϚϳ, 23)· ἢ διὰ πλήκτρου, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 7. 12, 3. (Ἐκ τοῦ Ἑβρ. kinnôr). | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=η (AM [[κινύρα]], Α και [[κιννύρα]])<br />δεκάχορδο μουσικό όργανο («ἐλάμβανε Δαυΐδ τὴν κινύραν καὶ ἔψαλλεν ἐν χειρὶ αὐτοῡ», ΠΔ).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> εβρ. <i>kinn</i><i>ō</i><i>r</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:23, 29 September 2017
English (LSJ)
[ῠ], ἡ, = Hebr.
A kinnor, a stringed instrument played with the hand, LXX 1 Ki.16.23; with a plectron, J.AJ7.12.3.
German (Pape)
[Seite 1441] ἡ, ein in Asien übliches Saiteninstrument mit zehn Saiten, das mit einem Plektrum gespielt wird, wahrscheinlich von κινύρομαι benannt, wegen seines klagenden Tones, LXX, Ios.
Greek (Liddell-Scott)
κῐνύρα: ῠ, ἡ, Ἀσιατικὸν μουσικὸν ὄργανον ἔχον δέκα χορδὰς καὶ κρουόμενον διὰ τῆς χειρός, Ἑβδ. (Αϳ Βασιλ. ΙϚϳ, 23)· ἢ διὰ πλήκτρου, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 7. 12, 3. (Ἐκ τοῦ Ἑβρ. kinnôr).
Greek Monolingual
η (AM κινύρα, Α και κιννύρα)
δεκάχορδο μουσικό όργανο («ἐλάμβανε Δαυΐδ τὴν κινύραν καὶ ἔψαλλεν ἐν χειρὶ αὐτοῡ», ΠΔ).
[ΕΤΥΜΟΛ. < εβρ. kinnōr].