λιθοκέφαλος: Difference between revisions

From LSJ

κάμινον ἔχων ἐν τῷ πνεύμονι → of a drunkard, drunkard, having a furnace in his lung

Source
(6_17)
(23)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''λῐθοκέφᾰλος''': -ον, ἔχων λίθον ἐν τῇ κεφαλῇ, [[χρέμυς]] Ἀριστ. Ἀποσπ. 278, πρβλ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 19, 5.
|lstext='''λῐθοκέφᾰλος''': -ον, ἔχων λίθον ἐν τῇ κεφαλῇ, [[χρέμυς]] Ἀριστ. Ἀποσπ. 278, πρβλ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 19, 5.
}}
{{grml
|mltxt=[[λιθοκέφαλος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει [[πέτρα]] [[μέσα]] στο [[κεφάλι]] («[[λιθοκέφαλος]] [[χρέμυς]]», <b>Αριστοτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>λιθ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[κέφαλος]] (<span style="color: red;"><</span> [[κεφαλή]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>βου</i>-[[κέφαλος]], <i>κυνο</i>-[[κέφαλος]].
}}
}}

Revision as of 07:33, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λῐθοκέφᾰλος Medium diacritics: λιθοκέφαλος Low diacritics: λιθοκέφαλος Capitals: ΛΙΘΟΚΕΦΑΛΟΣ
Transliteration A: lithoképhalos Transliteration B: lithokephalos Transliteration C: lithokefalos Beta Code: liqoke/falos

English (LSJ)

ον,

   A with a stone in its head, χρέμυς Arist.Fr.294.

German (Pape)

[Seite 45] mit steinernem, hartem Kopfe, Fische, Arist. bei Ath. VII, 305 d.

Greek (Liddell-Scott)

λῐθοκέφᾰλος: -ον, ἔχων λίθον ἐν τῇ κεφαλῇ, χρέμυς Ἀριστ. Ἀποσπ. 278, πρβλ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 19, 5.

Greek Monolingual

λιθοκέφαλος, -ον (Α)
αυτός που έχει πέτρα μέσα στο κεφάλιλιθοκέφαλος χρέμυς», Αριστοτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λιθ(ο)- + -κέφαλος (< κεφαλή), πρβλ. βου-κέφαλος, κυνο-κέφαλος.