κακόθεος: Difference between revisions

From LSJ

Γυναικὶ κόσμοςτρόπος, οὐ τὰ χρυσία → Non ornat aurum feminam at mores probi → Die Art schmückt eine Frau, nicht güldenes Geschmeid

Menander, Monostichoi, 92
(6_17)
(18)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κᾰκόθεος''': -ον, ἔχων κακοὺς θεούς, Θεόφρ. παρὰ Πορφυρ. περὶ Ἀποχ. Ἐμψύχ. 2. 7. ΙΙ. = [[δύσθεος]], Σχόλ. εἰς Σοφ. Ἠλ. 289.
|lstext='''κᾰκόθεος''': -ον, ἔχων κακοὺς θεούς, Θεόφρ. παρὰ Πορφυρ. περὶ Ἀποχ. Ἐμψύχ. 2. 7. ΙΙ. = [[δύσθεος]], Σχόλ. εἰς Σοφ. Ἠλ. 289.
}}
{{grml
|mltxt=[[κακόθεος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει κακούς, μοχθηρούς ή ψευδείς θεούς<br /><b>2.</b> [[δύσθεος]], [[ασεβής]], [[άθεος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κακ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[θεός]].
}}
}}

Revision as of 07:20, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰκόθεος Medium diacritics: κακόθεος Low diacritics: κακόθεος Capitals: ΚΑΚΟΘΕΟΣ
Transliteration A: kakótheos Transliteration B: kakotheos Transliteration C: kakotheos Beta Code: kako/qeos

English (LSJ)

ον,

   A having bad gods, Thphr. ap. Porph.Abst.2.7.

German (Pape)

[Seite 1300] schlechte Götter habend, Theophr. – Beim Schol. Soph. El. 289 Erkl. von δύσθεος.

Greek (Liddell-Scott)

κᾰκόθεος: -ον, ἔχων κακοὺς θεούς, Θεόφρ. παρὰ Πορφυρ. περὶ Ἀποχ. Ἐμψύχ. 2. 7. ΙΙ. = δύσθεος, Σχόλ. εἰς Σοφ. Ἠλ. 289.

Greek Monolingual

κακόθεος, -ον (Α)
1. αυτός που έχει κακούς, μοχθηρούς ή ψευδείς θεούς
2. δύσθεος, ασεβής, άθεος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)- + θεός.