καμηλίζω: Difference between revisions

From LSJ

Εἰ θνητὸς εἶ, βέλτιστε, θνητὰ καὶ φρόνει → Mortalis quum sis, intra mortalem sape → Bist sterblich du, mein Bester, denk auch Sterbliches

Menander, Monostichoi, 173
(6_12)
(19)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κᾰμηλίζω''': -ισω, εἶμαι [[ὅμοιος]] καμήλῳ, ἡ κεφαλὴ τὸ μὲν [[εἶδος]] καμηλίζουσα Ἡλιόδ. 10. 27.
|lstext='''κᾰμηλίζω''': -ισω, εἶμαι [[ὅμοιος]] καμήλῳ, ἡ κεφαλὴ τὸ μὲν [[εἶδος]] καμηλίζουσα Ἡλιόδ. 10. 27.
}}
{{grml
|mltxt=[[καμηλίζω]] (Α) [[κάμηλος]]<br />[[μοιάζω]] με [[καμήλα]].
}}
}}

Revision as of 06:38, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰμηλίζω Medium diacritics: καμηλίζω Low diacritics: καμηλίζω Capitals: ΚΑΜΗΛΙΖΩ
Transliteration A: kamēlízō Transliteration B: kamēlizō Transliteration C: kamilizo Beta Code: kamhli/zw

English (LSJ)

   A to be like a camel, Hld.10.27.

German (Pape)

[Seite 1316] dem Kameele gleichen, ἡ κεφαλὴ εἶδος καμηλίζουσα Heliod. 10, 27.

Greek (Liddell-Scott)

κᾰμηλίζω: -ισω, εἶμαι ὅμοιος καμήλῳ, ἡ κεφαλὴ τὸ μὲν εἶδος καμηλίζουσα Ἡλιόδ. 10. 27.

Greek Monolingual

καμηλίζω (Α) κάμηλος
μοιάζω με καμήλα.