πυρίφατος: Difference between revisions
From LSJ
τὸν πάνθ' ὁρῶντα καὐτὸν οὐχ ὁρώμενον → the all-seeing though himself unseen
(6_15) |
(35) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πῠρίφᾰτος''': -ον, (πέφαμαι) ὁ πυρὶ ἀναλωθείς, πυρίφατον τάνδε πελασγίαν [πόλιν] Αἰσχύλ. Ἱκ. 633. | |lstext='''πῠρίφᾰτος''': -ον, (πέφαμαι) ὁ πυρὶ ἀναλωθείς, πυρίφατον τάνδε πελασγίαν [πόλιν] Αἰσχύλ. Ἱκ. 633. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός που καταστράφηκε από [[φωτιά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πυρι</i>- (<b>βλ. λ.</b> <i>πυρ</i>) <span style="color: red;">+</span> -<i>φατος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[θείνω]] «[[φονεύω]]» — για την [[εναλλαγή]] <i>θ</i>-/<i>φ</i>-<br /><b>βλ. λ.</b> [[θείνω]]), <b>πρβλ.</b> <i>δουρί</i>-<i>φατος</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:25, 29 September 2017
English (LSJ)
ον, (
A θείνω 11) slain by fire, A.Supp. 633 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 823] vom Feuer zerstört, πὁλις, Aesch. Suppl. 627.
Greek (Liddell-Scott)
πῠρίφᾰτος: -ον, (πέφαμαι) ὁ πυρὶ ἀναλωθείς, πυρίφατον τάνδε πελασγίαν [πόλιν] Αἰσχύλ. Ἱκ. 633.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που καταστράφηκε από φωτιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πυρι- (βλ. λ. πυρ) + -φατος (< θείνω «φονεύω» — για την εναλλαγή θ-/φ-
βλ. λ. θείνω), πρβλ. δουρί-φατος].